Ιππόδαμος  ο  Μιλήσιος

        ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ  ΙΣΤΟΡΙΑΣ  ΤΗΣ  ΤΕΧΝΗΣ  ΤΟΥ  8ου  ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ  ΠΕΙΡΑΙΑ

                                                                                                                                                                                                                                              

  ΚεντρικΗ σελΙδα

  ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

  ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ                  ΠΡΟΓΡΑΜΜΑta

  ΒΑΣΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

   ΚΥΚΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

  ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ

  ΑΙΘΟΥΣΩΝ                       

  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

  ΠΟΛΕΙΣ

  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ                   ΕΚΔΟΣΕΙΣ

  ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΝΕΑ

                                                    

    <

                                «Οι αρχαίες ελληνικές αποικίες στην Κάτω Ιταλία και Σικελία (Μεγάλη Ελλάδα). 

                                 Οι πόλεις, η τέχνη, η λογοτεχνία»

 

Εισαγωγή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αρχαία ελληνική

αποικιακή πόλη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εκπαιδευτικό υλικό του προγράμματος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποσειδωνία: η σπουδαιότητα της

 

 

 

 

Η ιστορία της

 

 

 

 

 

Η θέση της

 

 

 

 

 

 

 

 

Η πολεοδομία

και τα όρια (τείχη)

 

 

 

 

 

 

 

Τα κέντρα της

 

 

 

 

 

 

Τα ιερά (βόρειο

και νότιο)

 

 

Τα πολιτικά κέντρα:

ελληνικό

και ρωμαϊκό

 

 

 

 

 

 

 

Το οδικό δίκτυο

 

 

 

 

 

 

 

Η αρχιτεκτονική:

οι ναοί

 

 

 

 

 

 

 

Ο ναός Ήρα Ι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ναός της Αθηνάς

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ναός Ήρα ΙΙ

 

 

 

 

 

 

"Ποσειδωνιάται"

 

 

 

Το μουσείο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο τάφος

του βουτηχτή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από την Κ. Ιταλία

στη Σικελία

 

 

 

 

Η Έγεστα (σημασία, ιστορία, θέση)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο δωρικός ναός

της Έγεστας

 

 

 

 

Σελινούντας

(σημασία, ιστορία, θέση)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το ιερό του

ανατολικού

λόφου

 

 

 

 

Ο ποταμός

και το ιερό της Μαλοφόρου Δήμητρας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ακράγαντας

(σημασία, ιστορία, θέση)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι ναοί κατά μήκος του

νότιου τείχους

 

 

 

 

 

Ο ναός της Λακινίας

Ήρας

 

 

 

Ο ναός

της Ομόνοιας

 

 

 

 

Ο ναός του Ηρακλή

 

Ο ναός του Ολυμπίου Διός

 

 

 

 

 

 

Ο ναός των Διόσκουρων

 

 

 

 

Το σπίτι του Λουίτζι

Πιραντέλλο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από τα Δ στα Α

της Σικελίας

 

 

 

 

 

 

 

Οι Συρακούσες (σημασία, ιστορία, θέση)

 

 

 

 

 

 

 

Ορτυγία

 

 

 

 

 

Ο ναός του Απόλλωνα

 

 

Ο ναός της Αθηνάς (ντουόμο)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η πηγή

Αρέθουσα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το αρχαιολογικό πάρκο της Νεαπόλεως

 

 

 

 

 

Τα λατομεία του Παραδείσου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

"Σικελικά"

του Θουκυδίδη

 

 

 

 

 

Το θέατρο και η παράσταση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τεάτρο Γκρέκο

 

 

 

 

 

Οδωνυμικά των Συρακουσών

 

 

Αίτνα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από τη Σικελία

στην Κ. Ιταλία

 

 

 

 

 

 

 

Το Ρήγιο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι πολεμιστές του Ριάτσε

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Μεταπόντιο

 

 

 

 

 

Ο ναός της Λακινίας Ήρας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Τάραντας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   Κεντρικός θεματικός άξονας των προγραμμάτων μας είναι η πόλη και οι μετασχηματισμοί της στις βασικές ιστορικές περιόδους, καθώς και η τέχνη και η λογοτεχνία που αναπτύχθηκε σε αυτές και φανερώνει την εικόνα που είχαν για τον κόσμο οι άνθρωποι που κατοικούσαν σε αυτές σε κάθε εποχή.

Στο φετινό πρόγραμμα ασχοληθήκαμε με την αρχαία ελληνική αποικιακή πόλη όπως διαμορφώθηκε κατά τον Β΄  αποικισμό και μάλιστα στην περιοχή της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, όπου το πλήθος και η σπουδαιότητα των ελληνικών πόλεων που ιδρύθηκαν συντέλεσε στο να ονομάζεται η περιοχή από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia).

Η αποικιακή πόλη συνέβαλε πάρα πολύ στην τελική διαμόρφωση της αρχαίας ελληνικής πόλης – κράτους αλλά και στην πρώτη μεγάλη αστικοποίηση του μεσογειακού ευρωπαϊκού χώρου και έκανε κοινό ευρωπαϊκό κτήμα τα επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες.

Η αποικιακή πόλη –κράτος, όπως και η μητροπολιτική, συγκροτείται από το άστυ και τη χώρα.

Το άστυ είναι  το οικιστικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης – κράτους.  Είναι σχεδιασμένο ορθολογικά εξαρχής με χωροθετημένα τα όριά του (τείχη), με διάκριση του ιδιωτικού από το δημόσιο χώρο στον οποίο βρίσκεται το πολιτικό, οικονομικό (αγορά) και το θρησκευτικό κέντρο και τέλος με δίκτυο ευθειών οδών που οργανώνει το χώρο.

Η χώρα είναι η ύπαιθρος που περιβάλλει το άστυ.  Αποτελείται από το πεδίον, δηλαδή την καλλιεργήσιμη γη που έχει μοιραστεί στους πολίτες (πολιτική γη ή πολιτική χώρα) και την εσχατιά (άσπορος χώρα), δηλαδή τα φυσικά όρια της χώρας (βραχώδης, ορεινή ή δασική ζώνη, ποτάμια ή θάλασσα) που αποτελούν και τα σύνορα της πόλης κράτους. Εντός της χώρας υπάρχουν αγροικίες ή αγροτικοί οικισμοί αλλά και ιερά που έχουν σχέση με αγροτικές λατρείες ή με την λατρεία μεγάλων ελληνικών θεοτήτων για να δηλώσουν   την κατάκτηση και την οριοθέτηση της περιοχής.

Όλα αυτά τα γνωρίσαμε με σπουδαία παραδείγματα πόλεων κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του προγράμματός μας και του εκπαιδευτικού ταξιδιού.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις της ομάδας μας απέδωσαν πλούσιο υλικό που συγκεντρώθηκε σε δύο φυλλάδια.  Το πρώτο για τις πόλεις και τις τέχνες και το δεύτερο για τη λογοτεχνία με βασικά κείμενα αποσπάσματα από την αντιπολεμική «Ελένη» του Ευριπίδη και κυρίως από τα «Σικελικά» του Θουκυδίδη που κατέδειξαν την τραγωδία της Αθήνας  και καθόρισαν τη σειρά των πόλεων που επισκεφτήκαμε στη Σικελία. Τα φυλλάδια αυτά με τα κείμενα, τους χάρτες, τα τοπογραφικά, τις κατόψεις, τα χρονολόγια και τις ασκήσεις ήταν ένα διαρκές σημείο αναφοράς και οργάνωσης του ταξιδιού μας.

Μετά την αποβίβασή μας   στο Μπάρι διασχίσαμε οριζόντια από ανατολικά προς τα δυτικά την ιταλική χερσόνησο και βρεθήκαμε από την Αδριατική θάλασσα στο Τυρρηνικό πέλαγος. Η πρώτη αρχαία ελληνική αποικία και πόλη – κράτος που επισκεφτήκαμε ήταν η Ποσειδωνία.   Βρίσκεται στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. νότια της Νάπολης, στον κόλπο του Σαλέρνο.

Η Ποσειδωνία θα αποτελέσει το βασικό παράδειγμα, το μοντέλο, της αποικιακής πόλης – κράτους που θα εξετάσουμε, γιατί στην περίπτωσή της έχουμε ένα καλά διατηρημένο σύνολο που δίνει τη δυνατότητα μιας καθαρής και ολοκληρωμένης εικόνας για την αποικιακή πόλη. Η πολύ καλή διατήρησή της Ποσειδωνίας  οφείλεται στην πρώιμη εγκατάλειψή της, χωρίς μεταγενέστερες επεμβάσεις που επιβάλλει η συνέχεια της ζωής σε ένα τόπο.

Η Ποσειδωνία  εκτός από την καλή  διατήρηση βασικών στοιχείων της πολεοδομίας της (τείχη, δημόσιος χώρος και δρόμοι) διασώζει σε πολύ καλή κατάσταση τρεις ναούς που μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τους βασικούς σταθμούς της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής στη Μεγάλη Ελλάδα. Αλλά και οι υπόλοιπες τέχνες, όπως η γλυπτική,  η ζωγραφική, η νομισματική καθώς και οι  επιγραφικές μαρτυρίες εκπροσωπούνται με πολύ σημαντικά παραδείγματα.

Η πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 600 π. Χ. από Αχαιούς της Σύβαρης, σπουδαίας αχαϊκής αποικίας στα νότια του κόλπου του Τάραντα. Η μεγάλη ακμή της σημειώθηκε στα αρχαϊκά και πρώιμα κλασικά χρόνια. Από το 400 π. Χ. περιήλθε στην κυριαρχία των Λουκανών (ενός τοπικού ιταλικού φύλου) που την ονόμασαν Πέστον.  Το 273 π. Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων οι οποίοι εγκατέστησαν αποικία και ονόμασαν την πόλη Paestum.

Η προσέγγισή μας στην ευρύτερη περιοχή της πόλης, στη χώρα όπως θα   λέγαμε , έγινε από τα βόρεια. Το όριο της επικράτειας της πόλης –κράτους προς Β ήταν ο ποταμός Σίλαρις, τον οποίον αφού περάσαμε, μπήκαμε στην εύφορη πεδιάδα της Ποσειδωνίας (που απλώνεται από το όρος Τσιλέντο μέχρι τη θάλασσα) η οποία υπογραμμίζει τον αγροτικό χαρακτήρα της αποικίας. Σημαντικό τοπόσημο της χώρας, στην οποία υπήρχαν αρκετοί αγροτικοί οικισμοί, ήταν το ιερό της (Αργόας)  Ήρας στις εκβολές του Σίλαρι ποταμού. Μετά από 10 χιλ. περίπου διαδρομής προς τα νότια φτάσαμε στην (βόρεια) κεντρική πύλη (πύλη Αούρεα) του άστεως το οποίο  απέχει μόλις 700 μ. από τη θάλασσα.

Το πεδινό έδαφος  αλλά και το σαφές πολεοδομικό σχέδιο παρέχουν μία πολύ καθαρή εικόνα της πόλης. Το στοιχείο που πολεοδομικά οριοθετεί το άστυ και το εξασφαλίζει αμυντικά είναι τα τείχη του που χρονολογούνται στον 5ο και κυρίως στον 4ο αι. π.Χ. Αυτά διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση σε όλη την περίμετρό τους και είναι προσβάσιμα στον επισκέπτη από σύγχρονο δρόμο που τα περιτρέχει σε όλη την περίμετρό τους . Είναι χτισμένα σχεδόν ισοδομικά από πωρόλιθο και έχουν περίμετρο 4.750 μ. και μάλλον κανονικό τετράπλευρο σχήμα λόγω του επίπεδου εδάφους. Διαθέτει τέσσερις (4) κύριες πύλες, μία σε κάθε  πλευρά και πολλές μικρότερες πυλίδες. Σε τακτά διαστήματα τα τείχη ενισχύονται  κυρίως με τετράγωνους πύργους

Ο δημόσιος χώρος του άστεως έχει χωροθετηθεί στον κεντρικό τομέα της πόλης. Είναι μία ζώνη μήκους ενός χιλιομέτρου περίπου και πλάτους 300 μ. περίπου που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της πόλης από το βόρειο μέχρι το νότιο τείχος της. Εδώ βρίσκονται το πολιτικό –οικονομικό και το θρησκευτικό κέντρο. Τα δύο κύρια θρησκευτικά κέντρα του άστεως καταλαμβάνουν το βόρειο και νότιο τμήμα του δημόσιου χώρου αφήνοντας το κεντρικό για την πολιτική και οικονομική λειτουργία της πόλης.

Στο βόρειο ιερό (κοντά στην πύλη Αούρεα ) κεντρικό σημείο αποτελεί ο ναός της Αθηνάς με το βωμό του (500 π.Χ.). Ενώ στο νότιο ιερό (κοντά στην πύλη της Δικαιοσύνης) δεσπόζουν οι δύο ναοί της Ήρας (κυρίαρχης θεότητας της μακρινής αχαϊκής μητρόπολης).

Στον κεντρικό τομέα του δημόσιου χώρου είχαν εγκαταστήσει την πολιτική και οικονομική λειτουργία του άστεως. Στα βόρεια αυτού του τομέα βρίσκεται η ελληνική Αγορά.   Σημαντικότερο κτίριο είναι  το κυκλικό εκκλησιαστήριο των αρχών του 5ου αι. π.Χ. (χώρος συνεδριάσεων της εκκλησίας του δήμου, 1500 άτομα). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο δυτικό τμήμα της ελληνικής αγοράς ένα υπόγειο ταφικό ναόσχημο μνημείο (500 π.Χ. περ. Κλαούντιο Σεστιέρι, οανασκαφέας 1952). Αυτό μόνο ως τάφος ήρωα ή τάφος του οικιστή της πόλης μπορεί να ερμηνευτεί, αφού βρίσκεται εντός των τειχών και μάλιστα εντός της αγοράς.  Στα νότια της ελληνικής Αγοράς βρίσκεται η νεότερη ρωμαϊκή αγορά.  Κεντρικό στοιχείο της είναι  η μεγάλη ορθογώνια πλατεία του forum στην οποία έχουν μέτωπο τα σημαντικότερα διοικητικά και θρησκευτικά κτίρια.

Βασικό στοιχείο της πολεοδομίας που συμβάλει στην οργάνωση του χώρου σε μία πόλη είναι η χάραξη του οδικού δικτύου. Στην ελληνική περίοδο της πόλης κατά την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο (6ος και 5ος αι. π.Χ.) το δίκτυο των οδών της Ποσειδωνίας αποτελείται από λίγες (3) μεγάλες ευθείες οδούς κατά μήκος της πόλης (πλατείαι οδοί). Έχουν  κατεύθυνση από Α προς Δ και τέμνονται κάθετα από πολλές μικρότερες (στενωπούς). Το δίκτυο των δρόμων οριοθετεί το δημόσιο χώρο, αλλά και δημιουργεί τις μακρόστενες οικοδομικές νησίδες (273 Χ 35 μ.) για τον ιδιωτικό χώρο, τα σπίτια και τα καταστήματα.

Η Ποσειδωνία, εκτός από τη σαφή εικόνα που δίνει για το πολεοδομικό σχεδιασμό της αποικιακής πόλης, έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία της αρχιτεκτονικής, αφού με τους τρεις αρχαίους ελληνικούς δωρικούς ναούς που σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και σε όλο σχεδόν το ύψος τους, παρέχει τους βασικούς σταθμούς εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.  (που είναι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της αρχιτεκτονικής του δυτικού κόσμου.) Οι τρεις αυτοί ναοί είναι χτισμένοι σε ένα διάστημα εκατό χρόνων με περίπου πενήντα χρόνια διαφοράς ο ένας από τον άλλο και αντιπροσωπεύουν τα τρία βασικά στάδια εξέλιξης της αρχιτεκτονικής στη Μεγάλη Ελλάδα.

Ο αρχαιότερος ναός   βρίσκεται στο νότιο μεγάλο ιερό της πόλης που ήταν αφιερωμένο στην Ήρα. Σ΄ αυτόν το ναό που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Ήρα Ι  (βασιλική) αναγνωρίζουμε τα πρώιμα στοιχεία της σπουδαίας και πρωτοποριακής τοπικής αρχιτεκτονικής. Ο ναός που είναι χτισμένος γύρω στο 550 π.Χ. έχει διαστάσεις ( ) , έχει εννέα κίονες (εννιάστυλος) στις στενές και δεκαοκτώ στις μακριές πλευρές ( σπάνιο φαινόμενο).   Μια εσωτερική κιονοστοιχία διαιρεί το σηκό κατά μήκος σε δύο μέρη. Ο πρόναος τονίζεται με μία δεύτερη κιονοστοιχία (5 κίονες) και στο πίσω μέρος του σηκού διαμορφώνεται  άδυτο.

Στο μνημείο αυτό η βασική μονάδα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο κίονας, αν τον δούμε αυτονομημένο, δίνει το ανθρώπινο μέτρο, και συμβολίζει την ανθρώπινη παρουσία. Διαθέτει πλαστικότητα και είναι ένα πραγματικό γλυπτό στο οποίο αποτυπώνεται η προσπάθεια ενός ζωντανού οργανισμού (ένταση) να σηκώσει το βάρος του θριγκού.

Ο κίονας με την επανάληψή του δημιουργεί το πτερόν, δηλαδή τη στοά που περιβάλλει το σηκό. Το πτερόν που ακόμα δεν έχει συνδεθεί στενά με το σηκό είναι πραγματικό επίτευγμα αρμονίας, ρυθμού, κίνησης και πλαστικότητας και χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική του μεσογειακού χώρου.

Ο δεύτερος χρονολογικά ναός είναι χτισμένος γύρω στο 500 π.Χ., αφιερωμένος στην Αθηνά (Δήμητρα).  Βρίσκεται στο βόρειο  ιερό της πόλης. Ο ναός αυτός παρουσιάζει σε μια ώριμη φάση  τα στοιχεία της πλαστικότητας που είχαμε συναντήσει στον αρχαιότερο ναό, καθώς και τα βασικά γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής των ναών στη Μεγάλη Ελλάδα (τονισμός πρόσοψης, κλίμαξ αντί ράμπας, χωρίς οπισθόδομο, απουσία εσωτερικής κιονοστοιχίας, ). Διαθέτει όμως και στοιχεία καινοτομίας όπως ο συνδυασμός για πρώτη φορά δωρικού και ιωνικού ρυθμού με τους δύο ιωνικούς κίονες  του πρόναου, αλλά και τις εντυπωσιακά ελαφρές για δωρικό ρυθμό αναλογίες. Η επίδραση της μητροπολιτικής αρχιτεκτονικής έχει αρχίσει να γίνεται φανερή κυρίως στις διαστάσεις ( ) και στον αριθμό των κιόνων  (6 Χ 13).

Ο τρίτος και νεότερος ναός χτισμένος γύρω στο 450 π. Χ. βρίσκεται και αυτός στο νότιο μεγάλο ιερό της Ήρας σε μικρή απόσταση στα βόρεια του πρώτου ναού. Ο ναός αυτός  που αρχικά είχε θεωρηθεί του Ποσειδώνα σήμερα πιστεύεται ότι ανήκει και αυτός  στην Ήρα και ονομάζεται Ήρα ΙΙ. Είναι ο καλύτερα διατηρημένος ναός της Ποσειδωνίας και ένας από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Εκπροσωπεί την τρίτη φάση της αρχιτεκτονικής της Μεγάλης Ελλάδας κατά την οποία τα αρχιτεκτονικά πρότυπα είναι  οι ναοί του μητροπολιτικού χώρου

Η επίσκεψή μας στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης έκλεισε με την ανάγνωση του ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη «Ποσειδωνιάται».   Η πορεία προς το βαθμιαίο αφελληνισμό και η τελική έξοδός τους από τον ελληνικό κόσμο παρουσιάζεται με τρόπο απλό και σπαρακτικό.

Η εικόνα της αρχαίας πόλης ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ποσειδωνίας. Κτισμένο το 1952, βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας πόλης  ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου πάνω στο σύγχρονο δρόμο που διασχίζει την πόλη. Στεγάζει κινητά ευρήματα από το ιερό της Ήρας στις εκβολές του Σίλαρη ποταμού, από τις νεκροπόλεις γύρω από το άστυ αλλά και από την ίδια την πόλη, κυρίως από τα δύο μεγάλα ιερά της.

Τα ευρήματα του μουσείου καλύπτουν και τις υπόλοιπες τέχνες, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, την κεραμική, παρέχοντας ακόμα και σπουδαίες επιγραφικές μαρτυρίες.  Όλα τα παραπάνω μαζί με τη σπουδαία νομισματοκοπία της πόλης  καθιστούν την Ποσειδωνία μοναδικό παράδειγμα που παρέχει ολοκληρωμένη εικόνα μιας αρχαίας ελληνικής πόλης.

Κεντρικό έκθεμα του μουσείου σε ξεχωριστή αίθουσα λόγω της μεγάλης σημασίας του, είναι ο τάφος του βουτηχτή. Το 1968 σε νεκρόπολη νότια της πόλης ο αρχαιολόγος Μάριο Νάπολι ανακάλυψε ένα κιβωτιόσχημο τάφο της ελληνικής περιόδου και μάλιστα της πρώιμης κλασικής (480 π.Χ. περ. ). Ο τάφος αυτός στις τέσσερις εσωτερικές κάθετες πλευρές πάνω σε ασβεστοκονίαμα έχει μία ζωγραφική σύνθεση που αναπαριστά σκηνή συμποσίου με φαγητό , ποτό, μουσική και διασκέδαση.  Στην εσωτερική πλευρά της καλυπτήριας πλάκας ένας κολυμβητής από ψηλό λίθινο βατήρα με άψογο στυλ βουτά σε μια ακαθόριστη υδάτινη επιφάνεια. Από την τελευταία αυτή παράσταση ο τάφος πήρε το όνομά του. Μία πιθανή ερμηνεία των παραστάσεων είναι το συμπόσιο να συμβολίζει τις χαρές της ζωής, ενώ η κατάδυση του βουτηχτή το πέρασμα σε έναν άλλο άγνωστο κόσμο πέρα από τα εγκόσμια. Μία εξίσου πιθανή ερμηνεία είναι  ότι παρουσίαζε την αγαπημένη δραστηριότητα του εικονιζομένου. Η παραπάνω ζωγραφική σύνθεση παρά τις κάποιες αδεξιότητες στην εκτέλεσή της αποτελεί πολύ μεγάλης σημασίας εύρημα για τη μεγάλη ελληνική ζωγραφική, αφού ,πριν ανακαλυφθεί, τα μοναδικά δείγματα που απηχούσαν την τέχνη αυτή ήταν η ζωγραφική της Πομπηίας.

Από την περιοχή της νότιας Καμπανίας στην Κάτω Ιταλία, από το λιμάνι του Σαλέρνο με πλοίο, διασχίζοντας από Β προς Ν το Τυρρηνικό πέλαγος (ταξίδι 8 ωρών) φτάσαμε στη βόρεια πλευρά της Σικελίας. Αποβιβαστήκαμε στο λιμάνι του Τέρμινι Ιμερέζε, κοντά στην αρχαία ελληνική αποικία Ιμέρα όπου το 480 π.Χ. οι Έλληνες της Σικελίας (Θήρων Ακράγαντα, Γέλων Συρακουσών) πέτυχαν μεγάλη νίκη σε ναυμαχία κατά των Καρχηδονίων.

Η Έγεστα που βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού ήταν η πρώτη αρχαία πόλη που επισκεφτήκαμε στο οδοιπορικό μας στη Σικελία.( φτάσαμε εκεί μετά από διαδρομή 100 χιλιομέτρων σε 2 περίπου ώρες). Οι κάτοικοι της Έγεστας δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, αλλά ανήκαν στο φύλο των Ελύμων και είχαν ίσως μικρασιατική – τρωική προέλευση και είχαν εγκατασταθεί στη Σικελία πριν από τους Έλληνες (γύρω στο 1000 π.Χ.). Η πόλη βρισκόταν στη σφαίρα της φοινικικής – καρχηδονιακής επιρροής πολύ κοντά όμως στα σύνορα με τον ελληνικό κόσμο και είχε  δεχτεί την έντονη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού.

Ο κυριότερος όμως λόγος που μας έκανε να ξεκινήσουμε από εκεί ήταν ο ρόλος της πόλης ως αφορμή για να εκστρατεύσουν το 415 π.Χ. οι Αθηναίοι στη Σικελία. Ήταν η αρχή για να ξετυλίξουμε το νήμα των Σικελικών του Θουκυδίδη που θα ολοκληρώναμε στις Συρακούσες. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω στο λόφο Μπαρμπάρο, ύψους 410 μ. Στην κορφή του υπάρχει το ελληνικού τύπου θέατρο. Επίκεντρο όμως του ενδιαφέροντός μας στην πόλη αυτή ήταν ο μεγάλος δωρικός περίπτερος ναός (6 Χ14) ελληνικός ναός του 420 π.Χ. περίπου.  Μαζί με άλλα στοιχεία της πόλης (νόμισμα, αλφάβητο) δείχνει το βαθμό του εξελληνισμού της πόλης και γενικότερα της ακτινοβολίας του ελληνικού πολιτισμού στη Σικελία τον οποίο είχαν υιοθετήσει οι άλλοι λαοί.

Ο μεγάλος ελληνικός ναός που ήταν χτισμένος σε χαμηλότερη κορυφή του λόφου Μπαρμπάρο (340μ.) και έξω από τα τείχη είναι άγνωστο ποια λατρεία των Εγεσταίων στέγαζε. Ο ναός που φαίνεται να σχεδιάστηκε από Έλληνα αρχιτέκτονα και ίσως να εκτελέστηκε από Έλληνες τεχνίτες διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Ο ναός είναι εμφανώς ημιτελής (χαρακτηριστικό οι αράβδωτοι κίονες),  πράγμα που  εξηγείται από τη διακοπή των εργασιών λόγω του πολέμου του 415 – 413 π Χ.

Λίγα χιλιόμετρα νότια της Έγεστας, στη δυτική πάντα πλευρά της Σικελίας, με εντυπωσιακή θέα προς την ανοιχτή  θάλασσα, βρίσκεται ο Σελινούντας, η πρώτη αρχαία ελληνική αποικία που επισκεφτήκαμε.  Η αποικία αυτή ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από τα Υβλαία Μέγαρα, μία ελληνική αποικία του 8ου αι. π.Χ. που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού. Η γεωγραφική θέση του Σελινούντα, στα όρια του ελληνικού κόσμου της Σικελίας, προσδιόρισε την ιστορική του τύχη σε μεγάλο βαθμό. Η πόλη αν και επιδίωξε καλές σχέσεις με τους ξένους γείτονές της (Εγεσταίους και Καρχηδονίους) δεν απέφυγε τις προστριβές με την Έγεστα, γεγονός που υπήρξε αφορμή για την αθηναϊκή εκστρατεία του 415 – 413 π.Χ.

Ο Σελινούντας  είναι ένα ολοκληρωμένο και εντυπωσιακό παράδειγμα ελληνικής αποικιακής πόλης και αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο εκτεταμένους και καλά διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους. Αποτελείται από την καλά οχυρωμένη ακρόπολη που βρίσκεται στην άκρη της χερσονήσου  οριοθετημένη  από δύο ποτάμια, τον Ύψα στα ανατολικά και τον Σελινούντα στα δυτικά, την πόλη που εκτείνεται βόρεια της ακρόπολης στο χαμηλό οροπέδιο της Μανούτσα και από δύο εξωαστικά ιερά σε μικρή απόσταση από την ακρόπολη και την πόλη, το ένα στον ανατολικό λόφο, πέρα από την ανατολική όχθη του ποταμού Ύψα και το άλλο στη δυτική όχθη του ποταμού Σελινούντα. Τα ιερά αυτά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον γιατί είναι αντιπροσωπευτικά των δύο βασικών τύπων εξωαστικών ιερών που συναντάμε στις αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας.  Τα μεγάλα ιερά με μνημειακή ελληνική αρχιτεκτονική αφιερωμένα σε μεγάλους θεούς του ελληνικού  πανθέου και τα μικρότερα αγροτικού χαρακτήρα που συνεχίζουν παλαιότερες γηγενείς λατρείες της γονιμότητας της γης.

Τα πρώτο ιερό  ονομάζεται  σύνταγμα των ναών του  ανατολικού λόφου.  Αποτελείται από τρεις ναούς τον έναν δίπλα στον άλλον εκ των οποίων ο νεότερος  (480 π.Χ.) με το συμβατικό όνομα Ε έχει αναστηλωθεί σε σημαντικό βαθμό κατά τη δεκαετία του 1960 Είναι ναός δωρικός περίπτερος (6 Χ 15 και διαστάσεων 25 Χ 68 ) και αντιπροσωπεύει τη μεταβατική φάση της  σικελικής αρχιτεκτονικής. Σε αυτήν  οι ναοί των αποικιών τείνουν να ακολουθήσουν αρχιτεκτονικά πρότυπα της μητροπολιτικής Ελλάδας.

Κατηφορίζοντας τη δυτική πλαγιά της ακρόπολης  διασχίσαμε τον Σελινούντα ποταμό που έδωσε το όνομά του στη πόλη από τα αγριοσέλινα που φύονται στις όχθες του.  Το  αγριοσέλινο του ποταμού είναι το σύμβολο της πόλης  που έχει αποτυπωθεί στο νόμισμά της. Βαδίζοντας προς τα βόρεια για ένα περίπου χιλιόμετρο παράλληλα με τη δυτική όχθη του ποταμού φτάσαμε στην ευρύτερη περιοχή της πηγής Γκατζέρα. Εκεί βρίσκονται μια σειρά από ιερά εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι το ιερό της Μαλοφόρου Δήμητρας. Το ιερό αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον ίσως σε όλη τη Σικελία. Συνεχίζει μία αγροτική λατρεία της γονιμότητας της γης με το όνομα μαλοφόρος που υπήρχε πριν από την άφιξη των ελλήνων αποίκων. Όταν οι Έλληνες έφτασαν εκεί ενσωμάτωσαν την αρχαία θεότητα  στη λατρεία της Δήμητρας και το ιερό έγινε κέντρο κοινής λατρείας και συνύπαρξης των αυτοχθόνων και των Ελλήνων. Η ελληνική φάση του ιερού εκπροσωπείται από κτίσματα του 6ου και του 5ου αι. π.Χ. Το ιερό ορίζεται από τετράπλευρο περίβολο (60Χ50 μ.) με μεγαροειδή ναό για τη θεότητα, μεγάλο μνημειακό βωμό μπροστά στο ναό, μνημειακό πρόπυλο και πηγάδι ελευσινιακού χαρακτήρα μπροστά από αυτό.

Νότια του Σελινούντα στο μέσον περίπου της δυτικής πλευράς της Σικελίας ήταν χτισμένη η αρχαία ελληνική αποικία του Ακράγαντα, η πολυανθρωπότερη , πλουσιότερη και ισχυρότερη πόλη μετά τις Συρακούσες. Η πόλη ιδρύθηκε περίπου το 580 π.Χ. (50η Ολυμπιάδα, 585-580 π.Χ.) από Δωριείς της Γέλας και Ροδίους. Η μεγάλη ακμή που γνώρισε η πόλη οφείλεται στη γεωγραφική της θέση η οποία της επέτρεψε να αναπτύξει προνομιακές εμπορικές σχέσεις με την Καρχηδόνα και  την κατέστησε εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής.

Η ιστορία της πόλης χαρακτηρίζεται από το πολίτευμα της τυραννίδας και τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων. Οι πιο ονομαστοί τύραννοι ήταν ο σκληρός Φάλαρις στα τέλη του 6 ου αι. π.Χ.  και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. ο Θήρων (483-472 π.Χ.) ονομαστός για τη μεγάλη του νίκη μαζί με τον Γέλωνα των Συρακουσών κατά των Καρχηδονίων στην Ιμέρα το 480 π.Χ.

Ο Ακράγαντας είναι χτισμένος σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων (18 στάδια) από τη θάλασσα και το επίνειό του. Η ακρόπολή του βρισκόταν  πάνω σε βραχώδη λόφο (Ρούπε Ατενέα)  και σήμερα καταλαμβάνεται από   τη σύγχρονη πόλη του Αγκριτζέντο. Η πόλη αναπτύχθηκε σε μια υπερυψωμένη πεδιάδα νότια της ακρόπολης.  Περιβαλλόταν από τείχος μήκους 12 χιλιομέτρων με 9 πύλες ήδη από την εποχή του Φάλαρι.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον Ακράγαντα παρουσιάζουν τα εκτεταμένα οικοδομικά του προγράμματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. και κυρίως η σειρά των ναών που χτίστηκαν κατά μήκος  του νότιου τείχους της πόλης. Η επίσκεψη στους ναούς πραγματοποιείται από ένα  πεζόδρομο παράλληλο με το  νότιο τείχος  ο οποίος αποτελεί ένα θαυμάσιο αρχαιολογικό περίπατο.  Το σύνολο σχεδόν των ναών αυτών πλην του Ολυμπίειου ακολουθούν τα χαρακτηριστικά των ναών της μητροπολιτικής Ελλάδας δηλαδή του μέτρου, της αρμονίας και της συμμετρικής ανάπτυξης.

Πρώτος ναός στη σειρά είναι ο ναός της Λακινίας Ήρας, δωρικός περίπτερος (6Χ13) του 450 π.Χ. Ο τεράστιος  βωμός του (30Χ50μ. ) παραπέμπει στη σικελική παράδοση των τεραστίων  βωμών (ναού C, Ιέρωνα ).

Στην ίδια διαδρομή που οδηγεί στους ναούς είδαμε λαξευμένους  πάνω στο μαλακό βράχο του τείχους της πόλης  τους τάφους από το  παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο που είχε αναπτυχθεί εκεί ( αρκοσόλια).

 Κινούμενοι με κατεύθυνση προς τα δυτικά παράλληλα με το νότιο τείχος φτάσαμε  στο ναό της Ομόνοιας του 430 π.Χ. του ίδιου τύπου και διαστάσεων  με το ναό της Ήρας. Ο ναός είναι από τους καλύτερα σωζόμενους της Μεγάλης Ελλάδας και η άριστη διατήρησή του οφείλεται στο γεγονός ότι το 597 μετετράπη σε χριστιανικό ναό του Πέτρου και Παύλου. Χαρακτηριστικό της μετατροπής τα αψιδωτά ανοίγματα στον τοίχο του σηκού.

 Αμέσως μετά είδαμε τον αρχαιότερο (500 π.Χ.)  από τους ναούς αυτούς , το δωρικό ναό του Ηρακλή.

Εντυπωσιακό δείγμα της αλαζονείας και της αισθητικής των τυράννων είναι ο ναός του Ολυμπίου Διός, το μεγαλύτερο οικοδόμημα της Σικελίας (56 Χ 113 μ.) Είναι ένα κτίριο έξω από την παράδοση της ελληνικής αρχιτεκτονικής που δεν βρήκε τη συνέχειά του σε άλλα οικοδομήματα. Χαρακτηριστικό της κατασκευής του είναι ότι τα αρχιτεκτονικά του μέλη κατασκευάστηκαν από λίθους μικρών διαστάσεων, γεγονός που συντέλεσε και στην καταστροφή του. Ο ναός δεν είχε περιστύλιο αλλά ημικίονες ενσωματωμένους στο τοίχο του σηκού.  Στα μετακιόνια διαστήματα τεράστια αγάλματα γιγάντων φαίνονταν να υποβαστάζουν την οροφή. Ο ναός ξεκίνησε να χτίζεται το 470 π.Χ. και μάλλον δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Τελευταίοι στη σειρά αυτών των ναών , χτισμένοι στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., οι δύο  δωρικοί εξάστυλοι ναοί των Διοσκούρων και του Ηφαίστου. Κοντά στο ναό των Διοσκούρων βρίσκεται το σημαντικότατο  ιερό χθόνιων θεοτήτων υπαίθριας λατρείας με δύο μεγάλους βωμούς έναν κυκλικό και έναν τετράγωνο. Το τέμενος χρονολογείται γύρω στο 550 π.Χ. και φαίνεται να σχετίζεται με τη λατρεία  της Δήμητρας και της Περσεφόνης, σημαντικότατων θεοτήτων της Σικελίας και προστάτιδων του νησιού. 

Τελευταία δραστηριότητα μας στον Ακράγαντα ήταν η επίσκεψή μας στο σπίτι του Λουίτζι Πιραντέλλο. Το πνεύμα της ελληνικής τραγωδίας αλλά και η σπουδαία παράδοση του αρχαίου δράματος στη Σικελία, όπως θα τη δούμε στις Συρακούσες, έχει διαποτίσει το έργο του Πιραντέλλο που θεωρείται από τους μεγαλύτερους δραματουργούς του 20ου αι. Συνεχιστής μιας μεγάλης παράδοσης που ξεκινά από τον Ευριπίδη προβάλλει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στη σύγχρονη πραγματικότητα. Το σπίτι που γεννήθηκε και έζησε ο Πιραντέλλο λίγο έξω από τον Ακράγαντα στην τοποθεσία Χάος έχει γίνει ένα μικρό μουσείο που στεγάζει προσωπικά του αντικείμενα, χειρόγραφά του, αφίσες και υλικό από τα θεατρικά του έργα, καθώς και έναν ερυθρόμορφο αρχαίο ελληνικό κρατήρα μέσα στον οποίο μεταφέρθηκε η τέφρα του  για να αποτεθεί στον τάφο του σε μικρή απόσταση από το σπίτι του.

Η σχέση του νομπελίστα συγγραφέα με την πατρίδα του τη Σικελία και την ελληνική παράδοση η οποία είναι ζωντανή και κυρίαρχη στο νησί φαίνεται από τα ίδια τα λόγια του σε μια συνέντευξή του στον Κώστα Ουράνη …

Αφήνοντας τον Ακράγαντα διασχίσαμε τη Σικελία από τη δυτική πλευρά της μέχρι την ανατολική ακτή με προορισμό τις Συρακούσες. Ήταν μια εντυπωσιακή διαδρομή στην ενδοχώρα του νησιού με κυρίαρχο στοιχείο στο τοπίο του τα χωράφια με σιτάρι. Είναι η   βασικότερη καλλιέργεια η οποία δικαιολογεί την εξέχουσα θέση της θεάς Δήμητρας στο νησί κατά την αρχαιότητα και το μύθο που τοποθετεί την αρπαγή της Περσεφόνης στη Σικελία.

Οι Συρακούσες που βρίσκονται στο νότιο τμήμα της ανατολικής ακτής της Σικελίας ήταν η μεγαλύτερη, η πλουσιότερη και η ισχυρότερη πόλη του νησιού. Ιδρύθηκε το 734 π.Χ. από τους Κορίνθιους (Αρχίας ο οικιστής) και με τη σειρά της τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. ίδρυσε άλλες τέσσερις αποικίες στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού (Έλωρος, Άκρες, Κασμένη, Καμάρινα). Η πόλη γνώρισε ακμή στα αρχαϊκά χρόνια. Μετά τις μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον των Καρχηδονίων (480 π.Χ.), των Ετρούσκων (474 π.Χ.) των Αθηναίων (415-413 π.Χ.) και πάλι των Καρχηδονίων (406 π.Χ.) άσκησε ηγεμονία σε ολόκληρη τη Σικελία κυρίως στα χρόνια του Διονυσίου Α’ ( 405 – 367 π.Χ.) και του Ιέρωνα Β΄ (270 – 215 π.Χ.) μέχρι την υποταγή της το 212 π.Χ. στους Ρωμαίους.

Ο αρχικός πυρήνας της πόλης ήταν το νησί της Ορτυγίας στα νότια της πόλης στο οποίο έγινε η αρχική εγκατάσταση των αποίκων. Στα νοτιοδυτικά του νησιού διαμορφώνεται το μεγάλο λιμάνι, το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο της Σικελίας, ενώ στα βορειοανατολικά το λεγόμενο μικρό λιμάνι που είναι  πολύ μικρότερο, ανοιχτό και αβαθές.  Η Ορτυγία ενώθηκε με την απέναντι ακτή στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και άρχισε η επέκταση της πόλης.

Περνώντας τη γέφυρα που ενώνει τη σύγχρονη πόλη με την Ορτυγία το πρώτο μνημείο που συναντά ο επισκέπτης στα βόρεια του νησιού είναι ο δωρικός αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα. Χρονολογείται γύρω στο 560 π.Χ. και είναι ο αρχαιότερος των Συρακουσών και ένας από τους αρχαιότερους της Σικελίας.

Το μνημείο όμως με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από όσα βρίσκονται στην Ορτυγία είναι ο δωρικός ναός της Αθηνάς χτισμένος γύρω στα 480 π.Χ. μετά τη νίκη εναντίον των Καρχηδονίων. Ήταν ναός περίπτερος με 6 Χ 14 κίονες και  ακολουθεί τα πρότυπα των ναών της μητροπολιτικής Ελλάδας (συμμετρική ανάπτυξη με πρόδομο και οπισθόδομο).

Το στοιχείο όμως που καθιστά  το μνημείο μοναδικό είναι ότι  συνοψίζει όλη την ιστορία της πόλης, καθώς κάθε σημαντική ιστορική περίοδος εγγράφει το πέρασμά της πάνω σε αυτό. Κατά το Μεσαίωνα η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό ενσωμάτωσε την κιονοστοιχία του πτερού στους εξωτερικούς τοίχους και ανοίχτηκαν αψίδες στους τοίχους του σηκού μετατρέποντάς τους σε εσωτερικές τοξοστοιχίες που χώριζαν το ναό σε τρία κλίτη. Κατά την Αναγέννηση προστέθηκαν μαρμάρινα δάπεδα και η  οροφή. Η εντυπωσιακή μπαρόκ πρόσοψη του ναού οφείλεται στις αναστηλωτικές επεμβάσεις (1754) που έγιναν μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1693.

Ο αρχαίος ναός της Αθηνάς, και από τον 7ο αι. χριστιανική εκκλησία , εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα ο καθεδρικός ναός της πόλης. Βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Ορτυγίας και αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πιάτσα ντελ ντουόμο. Η πλατεία αυτή, μία από της ωραιότερες τις Σικελίας και της Ιταλίας γενικότερα, σχήματος ελλειπτικού (οβάλ) αποτελεί ένα εξαιρετικό μπαρόκ σύνολο με δημόσια κτίρια , όπως το παλλάτσο σενατοριο (1628), στα βόρεια του ναού, που στεγάζει το δημαρχείο της πόλης. Απέναντι από το κτίριο του δημαρχείου βρίσκεται το παλλάτσο Μπενεβεντάνο ντελ Μπόσκο (1775) , νότια του ναού το παλλάτσο επισκοπάλε (1751), απέναντι από αυτό το νεοκλασικό κτίριο του παλαιού αρχαιολογικού μουσείου και στη νότια άκρη της πλατείας  η μπαρόκ ισπανική εκκλησία της Σάντα Λουτσία (1703).

Δυτικά της πλατείας λίγα μέτρα από τα νερά του Μεγάλου Λιμανιού στο οποίο έγινε η τελευταία δραματική ναυμαχία μεταξύ Αθηναίων και Συρακουσίων (413 π.Χ.), βρίσκεται η πηγή Αρέθουσα.  Είναι σημαντικότατο  τοπόσημο για την Ορτυγία και τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό το νησί.. Διαμορφωμένη σαν μία μικρή ανοιχτή δεξαμενή συνδέει, σύμφωνα με το μύθο, την ύπαρξή της με τον έρωτα του ποταμού Αλφειού προς τη νύμφη Αρέθουσα η οποία κυνηγημένη από τον ποτάμιο θεό κατέφυγε στην Ορτυγία παίρνοντας τη μορφή της πηγής  Ένα σύγχρονο γλυπτό κοντά στην πηγή αφηγείται τον αρχαίο μύθο. Γνωστή είναι επίσης η απεικόνιση της Αρέθουσας  από τους χαράκτες Κίμωνα και Ευαίνετο πάνω σε ένα από τα πιο διάσημα νομίσματα του αρχαίου κόσμου. Πρόκειται για το ασημένιο δεκάδραχμο που έκοψε η πόλη ως ανάμνηση της νίκης της κατά των Αθηναίων το 413 π. Χ.

Ο πιο εκτεταμένος και σημαντικός αρχαιολογικός χώρος των Συρακουσών είναι το αρχαιολογικό πάρκο της Νεαπόλεως στη βορειοδυτική άκρη της πόλης (240 στρέμματα). Τα σημαντικότερα μνημεία του χώρου είναι το αρχαίο ελληνικό θέατρο και τα λατομεία τα οποία  χρησιμοποιήθηκαν ως ένα είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης και τελικά εξόντωσης  των 7.000 Αθηναίων αιχμαλώτων  μετά την ήττα του αθηναϊκού στρατού. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή των συνθηκών αιχμαλωσίας των Αθηναίων στα Σικελικά του Θουκυδίδη και αποτελεί μνημείο ανθρωπιστικού λόγου και καταγγελίας του πολέμου.

Τα λατομεία του Παραδείσου από τα οποία γινόταν η εξόρυξη λίθου για τις οικοδομικές εργασίες στις Συρακούσες παρουσιάζουν  τη μορφή ενός τεράστιου  ορύγματος (τετράπλευρο 80 Χ 50 μ. περίπου) βάθους περίπου 30 μέτρων στο οποίο ανοίγονται δύο μεγάλα τεχνητά σπήλαια, το σπήλαιο των σχοινοποιών  που οφείλει το όνομά του στους κατασκευαστές και πωλητές σχοινιών που στεγάζονταν εκεί κατά το Μεσαίωνα και το σπήλαιο το λεγόμενο «αυτί του Διονυσίου» (βάθος 65 μ. , ύψος 23 μ. , πλάτος 5-11 μ. ) στο οποίο ο τύραννος Διονύσιος ο Α΄ φυλάκιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους και οι ηχητικές ιδιότητες του σπηλαίου του επέτρεπαν να ακούει τις συνομιλίες τους. Η σημερινή εικόνα των λατομείων απέχει πολύ από τη σκληρή εικόνα τους κατά την αρχαιότητα , αφού ένας κήπος με δέντρα καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς τους.

Στο χώρο αυτό που κορυφώθηκε και ολοκληρώθηκε η τραγική ιστορία των Σικελικών του Θουκυδίδη αναφερθήκαμε στην πολιορκία των Συρακουσών από τους Αθηναίους και μάλιστα στα πιο δραματικά επεισόδια που έγιναν στα βραχώδη υψώματα των Επιπολών τα οποία γειτνιάζουν άμεσα προς βορρά με τα λατομεία και το θέατρο. Η τραγική μεταστροφή της κατάστασης για τους Αθηναίους οδήγησε την πιο λαμπρή εκστρατεία τους στην απόλυτη καταστροφή. Ήταν η πραγματική τραγωδία της ίδιας της πόλης.

Το θέατρο, ένα από τα σπουδαιότερα οικοδομήματα της πόλης, βρίσκεται λίγα μέτρα δυτικά των λατομείων και είναι λαξευμένο στον ασβεστολιθικό βράχο των Επιπολών. Ο αρχικός σχεδιασμός του έγινε από τον αρχιτέκτονα Δημόκοπο  (Μυρίλλας) στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αλλά η τελική του μορφή οφείλεται στη διαμόρφωση και την επέκταση του στα χρόνια του Ιέρωνα Β΄ (2ο μισό του 3 ου αι. π.Χ.) και στη ρωμαϊκή περίοδο. Το κοίλον με χωρητικότητα 15 - 20.000 θεατών χωρίζεται σε δύο μέρη από το διάζωμα και η συνολική διάμετρος του οικοδομήματος είναι 138 μ. Η σκηνή επεκτάθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια και η ορχήστρα απέκτησε πεταλόσχημη μορφή.

Το θέατρο της πόλης φανερώνει την μεγάλη αγάπη των Συρακουσίων για το δράμα  Εδώ άλλωστε διδάχτηκαν για πρώτη φορά οι Πέρσες του Αισχύλου (472 π.Χ.).  Η Αθήνα και οι Συρακούσες είναι οι πόλεις που αγάπησαν  και καλλιέργησαν με πάθος την τραγωδία, αλλά  με τη φοβερή πολεμική τους σύγκρουση  την βίωσαν και   ως ιστορική πραγματικότητα.

Η συγκλονιστική καταγραφή των γεγονότων των Σικελικών από το Θουκυδίδη ολοκληρώνεται με τον ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό λόγο του Ευριπίδη που «γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας και στα λατομεία της Σικελίας», όπως λέει ο Γ. Σεφέρης. Ως επίλογο της επίσκεψής μας οι μαθητές παρουσίασαν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την τραγωδία «Ελένη» που διδαχτήκαμε φέτος στο μάθημα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Είναι φυσικό ο τραγικός λόγος, όταν ακούγεται σε αυτό το χώρο, να αποκτά άλλες διαστάσεις.

Όμως και οι σύγχρονοι κάτοικοι των Συρακουσών έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το αρχαίο δράμα και το θεωρούν στοιχείο της παράδοσής τους . Ο θεατρικός οργανισμός Τεάτρο Γκρέκο από το 1914  μελετά και ανεβάζει παραστάσεις κάθε δύο χρόνια στο αρχαίο θέατρο. Το Τεάτρο Γκρέκο στεγάζεται στο παλλάτσο Γκρέκο (14 ος αι.) που βρίσκεται στην Ορτυγία στη βία Ματεότι. Είναι τομοναδικό κτίριο που διατηρήθηκε μετά τη διάνοιξη της οδού στα χρόνια του Μουσολίνι.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στη έντονη ελληνικότητα που αποπνέει όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον της Σικελίας και τα αρχαία ελληνικά μνημεία αλλά και το ίδιο το αστικό τοπίο των Συρακουσών με το πλήθος των ελληνικών οδωνυμικών που συνοδεύονται από βασικές πληροφορίες.

Μετά τις Συρακούσες κατευθυνόμενοι προς βορρά για να περάσουμε από τη Σικελία στην Κάτω Ιταλία ανεβήκαμε στην Αίτνα. Η Αίτνα εντάσσεται σε ένα μεγάλο τόξο ηφαιστείων που ξεκινά από την περιοχή της Νάπολης με το Βεζούβιο που  το νότιο άκρο του καταλήγει στην βορειοανατολική Σικελία.  Το πανύψηλο αυτό ηφαίστειο (3.300μ.) αποτελεί το απόλυτο φυσικό τοπόσημο του νησιού και είναι ορατό σχεδόν από όλα τα σημεία του. Ο εντυπωσιακός ηφαιστειακός κώνος που δίνει το σχήμα στο βουνό είναι σκεπασμένος  με χιόνια μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Το ηφαίστειο που είναι συνδεδεμένο με τη μυθολογία αλλά και την ιστορία της Σικελίας , αφού με τις εκρήξεις του και τους σεισμούς επηρεάζει τη ζωή των κατοίκων. Είναι μέχρι σήμερα  το πιο ενεργό ηφαίστειο στην Ευρώπη. Το τεράστιο ηφαίστειο (περίμετρος βάσης 165 χιλιόμετρα) με τα ηφαιστειακά υλικά που αποθέτει  μετά τις εκρήξεις καθιστά εύφορη τη γύρω περιοχή. Καθώς ανεβαίναμε διακρίναμε τις τρεις ζώνες του ανάλογα με τη βλάστηση στις πλαγιές του. Μια πολύ εύφορη με εσπεριδοειδή μέχρι τα 500 μ., μια άλλη μέχρι τα 1300 μ. με αμπέλια και άλλα οπωροφόρα και μια τρίτη μέχρι τα 1800 μ. με καστανιές, βελανιδιές, οξιές και σημύδες  και από εκεί και πάνω η ερημική ζώνη με τεράστιες εκτάσεις λάβας και λίγους θάμνους. Οι μεγάλες και καταστροφικές εκρήξεις από τον κεντρικό κρατήρα είναι σπανιότερες, ενώ αυτές που συμβαίνουν στους 200 περίπου μικρότερους δευτερεύοντες κρατήρες, όπως αυτόν του Σαν Σιλβέστρο , είναι πολύ συχνότερες. Κατά την ανάβασή μας φτάσαμε μέχρι το υψόμετρο των 2000 μ. όπου το χιόνι υψωνόταν εντυπωσιακά δημιουργώντας έντονη αντίθεση με τη σκούρα και ζεστή λάβα.

Αφήνοντας  πίσω μας την Αίτνα και την Κατάνια, τη μεγάλη παραθαλάσσια πόλη που βρίσκεται στη σκια του ηφαιστείου και έχει δοκιμαστεί πολλές φορές από αυτό, κατευθυνθήκαμε βόρεια προς τη φυσική έξοδο του νησιού, τα στενά της Μεσσήνης (Ζάγκλης). Η παλιά αρχαία ελληνική αποικία ήταν  χτισμένη σε εξαιρετικά πλεονεκτική γεωγραφική θέση, ώστε να ελέγχει το πέρασμα μεταξύ Σικελίας και Ιταλίας. Μετά από πολλές αλλά και πολεμικές καταστροφές που υπέστη κατά τον 20 ο αι. έχει εξελιχθεί σε μια μεγάλη πόλη και λιμάνι. Το αναγεννησιακό γλυπτό του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των στενών της Σκύλλας και της Χάρυβδης, αποχαιρετά τους ταξιδιώτες που αφήνουν το νησί.

Περνώντας το πορθμείο φτάσαμε στο Ρήγιο, την πόλη που βρίσκεται απέναντι, στην ιταλική χερσόνησο και τη Μεγάλη Ελλάδα, από όπου αρχικά ξεκινήσαμε. Το Ρήγιο ήταν μια αρχαία ελληνική αποικία με πλεονεκτήματα παρόμοια με της Μεσσήνης αλλά και ανάλογες φυσικές καταστροφές (σεισμοί). Σήμερα είναι μεγάλη πόλη και λιμάνι αλλά και πρωτεύουσα της περιφέρειας της Καλαβρίας.

Στο κέντρο της σύγχρονης πόλης το μεγάλο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο  που συγκεντρώνει αποκλειστικά τις σημαντικότερες ελληνικές αρχαιότητες από όλη τη Μεγάλη Ελλάδα αποτελεί το κεντρικό αρχιτεκτονικό τοπόσημο της πόλης. Χαρακτηριστικό στοιχείο του επιβλητικού κτιρίου τα ανάγλυφα μετάλλια  στην πάνω ζώνη του με τις παραστάσεις των νομισμάτων όλων των ελληνικών αποκιακών πόλεων.

Όμως οι εργασίες συντήρησης που γίνονται αυτή την εποχή στο μουσείο επέβαλλαν τη μεταφορά των σημαντικότερων εκθεμάτων του στο Μέγαρο Τομάζο Καμπανέλλα που είναι η έδρα της διοίκησης της περιφέρειας μετατρέποντας προσωρινά τη μεγάλη αίθουσα του ισογείου σε μουσείο και ταυτόχρονα σε εργαστήριο συντήρησης αρχαιοτήτων.

Πραγματικό καύχημα του Μουσείου και κεντρικό έκθεμά του είναι τα δύο χάλκινα αγάλματα πολεμιστών του 5 ου αι. π.Χ. από τα ωραιότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα γλυπτικής της κλασικής περιόδου, τα περίφημα Μπρόνζι του Ριάτσε.

Στις 16 Αυγούστου 1972, σαράντα χρόνια από σήμερα, στο Ιόνιο τριακόσια μέτρα περίπου από την ακτή του οικισμού Ριάτσε (Ρυάκι) στην Καλαβρία ο δύτης Στέφανο Μαριοτίνι σε βάθος 8 μέτρων είδε να εξέχει ένα χέρι από τον αμμώδη πυθμένα. Αυτή ήταν η αρχή μιας από τις σημαντικότερες και εντυπωσιακότερες ανακαλύψεις της ενάλιας αρχαιολογίας η  οποία έφερε στο φως δύο μοναδικά ευρήματα. Τα δύο χάλκινα αγάλματα για αρκετά χρόνια αποκαταστάθηκαν σε εξειδικευμένα εργαστήρια κυρίως στη Φλωρεντία όπου και αρχικά  εκτέθηκαν, καθώς και στη Ρώμη προκαλώντας πρωτοφανή ενθουσιασμό. Τελικά ύστερα από πραγματικό αγώνα των κατοίκων της Καλαβρίας που τα θεωρούσαν αναπόσπαστο μέρος της παράδοσής τους ενσωματώθηκαν στη μόνιμη συλλογή του μουσείου του Ρηγίου προσδίδοντάς του μεγάλο και παγκόσμιο κύρος.

Τα δύο ορειχάλκινα αγάλματα συμβατικά έχουν ονομαστεί πολεμιστής Α και πολεμιστής Β. Ο πολεμιστής Α, που θεωρείται αρχαιότερος γύρω στο 450 π.Χ. λόγω στυλιστικών στοιχείων , (φόρμες με έντονη απόδοση ) έχει ύψος 2, 05 μ. και συμπληρώνεται με δόρυ και ασπίδα. Αποδίδει έναν πολεμιστή νεότερης ηλικίας σε σχέση με το Β. Η στάση και το ύφος του δείχνουν αλαζονεία και θεατρικότητα. Ο πολεμιστής Β νεότερος κατασκευαστικά 420 π.Χ. (στυλιστικά ομαλότερη μετάβαση   από φόρμα σε φόρμα ) έχει ύψος 1,96 μ.  και συμπληρώνεται μάλλον με ξίφος, ασπίδα και κράνος. Αποδίδει ένα πολεμιστή ωριμότερης ηλικίας σε σχέση με τον Α.  Το ύφος και η χαλαρότερη στάση του φανερώνουν αυτοπεποίθηση αλλά και πάθος.

 Τα δύο αγάλματα ενώ έχουν   στάση αυστηρή που δείχνει πρωιμότητα η ανατομία και το ύφος τους είναι αρκετά προχωρημένα (σύγκριση με την τραγωδία). Τα μάλλον μικρά πόδια τους δείχνουν ότι ήταν στημένα σε ψηλό βάθρο και έχουν χρησιμοποιηθεί για την απόδοση λεπτομερειών υαλόμαζα, κόκκινος χαλκός και ασήμι.

Η γυμνότητα των δύο αγαλμάτων μας κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ήρωες αφιερωμένους σε κάποιο ιερό για μια νίκη. Οι επικρατέστερες υποθέσεις τους αποδίδουν ή σε εργαστήριο του Άργους (αφιέρωμα στην Ολυμπία με ήρωες ομηρικούς ή από τους 7 επί Θήβας ) ή σε εργαστήριο της Αθήνας (Φειδίας στους Δελφούς για τη νίκη στο Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης και ήρωες της Αττικής ). Μία λιγότερο ισχυρή υπόθεση τους αποδίδει σε εργαστήριο της Μεγάλης Ελλάδας και μάλιστα στο γλύπτη Πυθαγόρα.

Το βέβαιο είναι όμως ότι πρόκειται για γλυπτά εξαιρετικής τέχνης πρωτοποριακά, αριστουργήματα όχι μόνο της κλασικής αλλά και της παγκόσμιας γλυπτικής.

Τα δύο αγάλματα σήμερα βρίσκονται σε ένα πρόγραμμα συντήρησης που μας ανάγκασε να τα δούμε πίσω από γυάλινο διαχωριστικό του εργαστηρίου αποκατάστασης και μάλιστα πάνω σε ένα είδος φορείου.

Εκτός από την καλλιτεχνική και την αρχαιολογική τους αξία μεγάλη είναι η αξία τους η συναισθηματική και η εθνική για τους ξεχασμένους ελληνικούς πληθυσμούς της Καλαβρίας οι οποίοι υποδέχτηκαν την ανεύρεσή τους  με τα παρακάτω συγκινητικά  λόγια :

Μετά το Ρήγιο κατευθυνθήκαμε βόρεια ακολουθώντας τη δυτική ακτή και στο σημείο που η χερσόνησος της Καλαβρίας στενεύει αρκετά τη διασχίσαμε προς τα ανατολικά και περάσαμε στην ακτή του Ιονίου στο σημείο που βρίσκεται η αρχαία ελληνική αποικία Σύβαρις. Μετά από μία θαυμάσια παραθαλάσσια διαδρομή στις ακτές του Ιονίου μέσα στο μεγάλο κόλπο του Τάραντα φτάσαμε στο Μεταπόντιο.

Το Μεταπόντιο είναι μία αποικία που βρίσκεται στα βόρεια του κόλπου του Τάραντα και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την Ποσειδωνία. Ιδρύθηκε και αυτή από Αχαιούς της Σύβαρης γύρω στο 630 π.Χ. με οικιστή το Λεύκιππο, κοντά στα σύνορα με τον Τάραντα. Είχε ως στόχο να εμποδίσει την επέκταση της σπαρτιατικής αποικίας προς το νότο Παρουσιάζει  χαρακτηριστικά αγροτικού τύπου αποικίας (απουσία ακρόπολης) κάτι που εύγλωττα απεικονίζεται στο νόμισμά της.

Το σημαντικότερο εξωαστικό ιερό του Μεταποντίου βρίσκεται 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του άστεως, λίγα μέτρα πριν τον ποταμό Μπραντάνο. Είναι αφιερωμένο στη Λακινία Ήρα και η θέση του είναι τέτοια (στην άκρη της χώρας ) που οριοθετεί την κυριαρχία της πόλης κράτους στα σύνορα με τον Τάραντα. Το ιερό έχει μνημειακό χαρακτήρα με περίπτερο δωρικό ναό και θα λέγαμε πως παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες με το ιερό της αργείας Ήρας κοντά στις εκβολές του Σίλαρη ποταμού στην Ποσειδωνία.

Ο δωρικός ναός της Ήρας είναι χτισμένος γύρω στο 530 – 520 π.Χ. παρουσιάζει αρκετές αρχιτεκτονικές (σχέδιο) και στυλιστικές (φόρμες) ομοιότητες με τους ναούς της Ποσειδωνίας, Ήρας Ι και Αθηνάς.. Ο ναός είναι γνωστός και ως τάβολε παλατίνε (τράπεζα των ιπποτών) λόγω μεσαιωνικών δοξασιών που ήθελαν τους κίονές του ως τα πόδια μιας  τεράστιας τράπεζας για γιγαντιαίους ιππότες.

Τελευταίος σταθμός του ταξιδιού μας ήταν η μοναδική σπαρτιατική αποικία στη Μεγάλη Ελλάδα, ο Τάραντας. Ιδρύθηκε το 709 π.Χ. σε προνομιακή γεωγραφική θέση, στο βορειότερο σημείο του ομώνυμου κόλπου με χαρακτηριστικά περισσότερο εμπορικής εγκατάστασης σε ένα φυσικό περιβάλλον που μοιάζει αρκετά με αυτό των Συρακουσών.

Βασικό στοιχείο της τοπογραφίας του χώρου είναι μία χερσόνησος η οποία δημιουργεί  ένα  μικρό κλειστό κόλπο (μάρε πίκολο) στο βόρειο τμήμα του μεγάλου και ανοιχτού κόλπου του Τάραντα (μάρε γκράντε). Ο μικρός κόλπος που προστατεύεται από τη χερσόνησο εξασφαλίζει ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι για την πόλη.

 Στη μακρόστενη άκρη της χερσονήσου (σημερινό νησάκι) έγινε η πρώτη εγκατάσταση των αποίκων  τον 8ο – 7ο αι. π.Χ. Η χερσόνησος λειτούργησε και ως ένα είδος ακρόπολης. Στην ανατολική της άκρη έχει τα ερείπια ενός δωρικού ναού, ίσως του Ποσειδώνα του 560 π.Χ. (παράβαλε με το ναό του Απόλλωνα στις Συρακούσες). Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η πόλη επεκτάθηκε ανατολικά πέρα πέρα από τη από τη στενή λωρίδα της χερσονήσου με ένα κανονικό ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Μεταξύ του αρχικού οικισμού και της νέας επέκτασης χωροθετήθηκε η αγορά της πόλης και ανατολικότερα της νέας επέκτασης τα νεκροταφεία της πόλης.

Η ισχυρή αυτή πόλη είναι η πρώτη που μετά από αγώνες υποτάχτηκε στους Ρωμαίους το 272 π.Χ.

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

                               

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                     

                        

               

     

   

  

    

 

 

 

    

  

   

  

  

 

        

      

        

         

 

      

     

 

      

      

  

   

   

 

  

    

    

     

      

  

 

    

    

     

    

   

     

     

       

 

 

  

  

  

  

  

  

 

   

  

   

 

 

 

  

   

  

  

  

 

    

    

   

   

  

 

 

 

 

 

 

 

                         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ  ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ