«Από τον
Ιππόδαμο στον Μπραμάντε. Οι μετασχηματισμοί της πόλης από την κλασική
Αρχαιότητα μέχρι την Αναγέννηση και το Μπαρόκ» Οι πόλεις, η τέχνη, η
λογοτεχνία
Το πρόγραμμά μας « Από τον Ιππόδαμο στον Μπραμάντε»
αφορά τις πόλεις και τους μετασχηματισμούς τους από την Αρχαιότητα μέχρι
την Αναγέννηση και το Μπαρόκ. Από τον Ιππόδαμο που χάραξε τον αρχαίο Πειραιά
μέχρι τον Ντονάτο Μπραμάντε που ρυμοτόμησε και οικοδόμησε τη Ρώμη της
Αναγέννησης.
Όλα τα παραπάνω τα επεξεργαστήκαμε σε μαθήματα και εργασίες
για πέντε μήνες και συγκεντρώσαμε το υλικό σε δύο φυλλάδια, ένα για
τις πόλεις και την τέχνη και ένα ανθολόγιο για τη λογοτεχνία, τα οποία
έγιναν σημείο αναφοράς και οδηγός για το ταξίδι μας.
Η δημιουργία και η ανάπτυξη των πόλεων
είναι συνυφασμένη με την πρόοδο του ανθρώπου και με κορυφαίες στιγμές της
ιστορίας. Οι πρώτες πόλεις γύρω στο 8.000 π.Χ. στην περιοχή της εύφορης
ημισελήνου οριοθέτησαν την αρχή του πολιτισμού. Η ανάπτυξη των πόλεων –
κρατών της αρχαίας Ελλάδας και το φαινόμενο της αστικοποίησης του ρωμαϊκού
κόσμου αποτελούν κορυφαίες στιγμές της Αρχαιότητας. Τέλος οι ιταλικές πόλεις
– κράτη του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης οδήγησαν την Ευρώπη στη Νεότερη
εποχή.
Δύο βασικοί τύποι πόλεις
διακρίνονται σε κάθε εποχή. Α. αυτός με τυχαία, φυσική ή θεοκρατική
ανάπτυξη (ακανόνιστος) και Β. ο ορθολογικά εξαρχής σχεδιασμένος (κανονικός).
Ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος , ο πατέρας
της πολεοδομίας, χάραξε με εντολή του Περικλή στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. την
πρώτη ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή πόλη ορθολογικά σχεδιασμένη εξαρχής . Στον
Ιππόδαμο οφείλουμε τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, τη χάραξη
κανονικού οδικού δικτύου και τη δημιουργία οικοδομικών νησίδων με
συγκεκριμένο αριθμό και τύπο κατοικιών, είναι το λεγόμενο ιπποδάμειο σύστημα.
Μετά τον
Πειραιά
που είναι παράδειγμα πόλης για την
ελληνική Αρχαιότητα για τις επόμενες περιόδους είδαμε παραδείγματα πόλεων
από την Ιταλία.
Το πολύωρο ταξίδι με το πλοίο από
την Πάτρα στο Μπάρι αξιοποιήθηκε δημιουργικά. Οργανώσαμε τους χάρτες και τα
τοπογραφικά των πόλεων, διαβάσαμε και σχολιάσαμε τις επιστολές του Πλίνιου
του Νεότερου για την έκρηξη του Βεζουβίου και την καταστροφή της Πομπηίας
προετοιμάζοντας έτσι την επίσκεψή μας στην πόλη.
Αποβιβαστήκαμε στο Μπάρι και μετά από τρίωρο ταξίδι φτάσαμε
στον κόλπο της Νάπολης, όπου κυρίαρχο φυσικό ορόσημο είναι ο Βεζούβιος που
είναι ορατός από κάθε σημείο προκαλώντας δέος.
Η
Πομπηία για την περίοδο της ρωμαϊκής αρχαιότητας εκπροσωπεί ένα
παράδειγμα σχεδιασμένης πόλης, αν και προέρχεται από ένα παλαιότερο
αρχικό πυρήνα. (οσκική, ελληνοετρουσκική και σαμνητική φάση). Η πόλη
βρίσκεται στη νότια πλευρά του κόλπου της Νεαπόλεως, πολύ κοντά στη θάλασσα,
έχοντας στα βορειοανατολικά της τον Βεζούβιο που απέβη μοιραίος για την τύχη
της .
Η Πομπηία συνδεόταν στενά με την ύπαιθρο χώρα που την
περιέβάλλε, αφού πρόσφερε στους περίπου 15.000 κατοίκους της όχι μόνο
πλούσια γεωργική παραγωγή (γόνιμο ηφαιστειογενές έδαφος) αλλά και αναψυχή.
Ιδιαίτερα σημαντική καθιστούν την πόλη τα παρακάτω στοιχεία:
-
Ο
τρόπος της καταστροφής της το 79 μ.Χ.
από την έκρηξη του Βεζούβιου και η
άριστη διατήρησή της την έκαναν ένα από
τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς θρύλους.
-
Το γεγονός ότι διασώθηκε το σύνολο της πόλης
μας δίνει σαφή εικόνα του πολεοδομικού σχεδιασμού, της αρχιτεκτονικής αλλά
και της καθημερινής ζωής.
-
Οι τοιχογραφίες
της Πομπηίας μας παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωγραφικής του αρχαίου
κόσμου και απηχούν την αρχαία ελληνική και ελληνιστική μεγάλη ζωγραφική,
που έχει χαθεί στο μεγαλύτερο μέρος της.
-
Με τη συστηματική ανασκαφή της πόλης από τον
Τζιουζέπε Φιορέλι (1861) η αρχαιολογία απέκτησε επιστημονικό
χαρακτήρα εγκαταλείποντας το τυχοδιωκτικό κυνήγι χαμένων θησαυρών.
Η περιήγησή μας στην πόλη ξεκίνησε από την ανατολική πλευρά
της, έξω από τα τείχη τα οποία έχουν σχετικά κανονικό σχήμα με
περίμετρο περίπου 3 χιλιομέτρων και τετράγωνους πύργους σε τακτά διαστήματα.
Στα κράσπεδα του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Νουτσέρια
διαμορφώνεται ένα εντυπωσιακό νεκροταφείο με πολλών τύπων ταφικά
μνημεία.
Περνώντας την πύλη και συνεχίζοντας στον ίδιο δρόμο
σταματήσαμε στο σημείο, όπου το 1600 ο αρχιτέκτονας Ντομένικο Φοντάνα
προσπαθώντας να κατασκευάσει έναν αγωγό για να μεταφέρει νερό από τον ποταμό
Σάρνο σε ένα κοντινό οικισμό ανακάλυψε την θαμμένη από τη λάβα πόλη.
Η πρώτη όμως συστηματική ανασκαφή με επιστημονικό χαρακτήρα
ξεκίνησε το 1861 από τον Τζιουζέπε Φιορέλι ο οποίος αποτύπωσε
σχεδιαστικά την πόλη και την χώρισε σε ανασκαφικούς τομείς (regiones)
Ένα άλλο στοιχείο που οφείλουμε στον Φιορέλι είναι η κατασκευή των
γύψινων εκμαγείων που έδωσαν τη δραματική διάσταση της καταστροφής της
πόλης, γιατί παρουσιάζουν την αγωνία των ανθρώπων και των ζώων τη στιγμή της
καταστροφής. (Τα εκμαγεία δημιουργήθηκαν με τη διοχέτευση γύψου εντός των
κοιλοτήτων που είχαν αφήσει μέσα στην στερεοποιημένη λάβα τα σώματα ζωντανών
οργανισμών και τα αντικείμενα από οργανικά υλικά, όταν αποσυντέθηκαν.)
Η Πομπηία, ως σχεδιασμένη ρωμαϊκή πόλη, χαρακτηρίζεται από
ένα δίκτυο δρόμων που τέμνονται κάθετα μεταξύ τους σχηματίζοντας
σχεδόν κανονικές οικοδομικές νησίδες. Οι δύο βασικοί δρόμοι της πόλης, ο
decumanus maximus από Ανατολή προς Δύση και ο
cardo maximus από Βορρά προς Νότο τέμνονται μεταξύ
τους στο κέντρο περίπου της πόλης και έχουν διπλάσιο περίπου πλάτος από τους
υπόλοιπους. Η έλλειψη αποχετευτικού συστήματος ομβρίων υδάτων οδήγησε στην
κατασκευή λίθινων διαβάσεων από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο που επέτρεπαν
όμως και τη διέλευση οχημάτων.
Ο εκ των προτέρων σχεδιασμός μιας πόλης εκτός από την
κανονική ρυμοτομία επιτρέπει και τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού
χώρου (καθώς και άχτιστου χώρου, εντός της πόλης, για καλλιέργειες).
Η περιήγησή μας ξεκίνησε από ένα μεγάλο δημόσιο χώρο
στην ανατολική άκρη της πόλης που περιλαμβάνει το αμφιθέατρο και τη
μεγάλη παλαίστρα.
Το αμφιθέατρο, ένα από τα
σημαντικότερα κτίρια της Πομπηίας, οικοδομήθηκε το 80 π.Χ., λίγα χρόνια μετά
την εγκατάσταση ρωμαϊκής αποικίας στην πόλη (89 π.Χ.). Το κτίριο θα
συνέβαλλε στον εκρωμαϊσμό της πόλης, αφού εκεί θα διεξάγονταν τα προσφιλή
στους Ρωμαίους θεάματα των μονομαχιών και των θηριομαχιών.
Το λίθινο αμφιθέατρο αποτελεί το μεγαλύτερο κτίσμα στην
Πομπηία, με ελλειψοειδή κάτοψη και χωρητικότητα περίπου 20.000 θεατών. Είναι
το αρχαιότερο αμφιθέατρο και η αρχαϊκότητά του είναι εμφανής από τις
εξωτερικές κλίμακες και από το γεγονός ότι δε διαθέτει υπόγεια διαμερίσματα
κάτω από την αρένα αλλά και από το ότι το κάτω διάζωμά του είναι σκαμμένο
πιο χαμηλά από το επίπεδο του εδάφους.
Δίπλα στο αμφιθέατρο βρίσκεται η μεγάλη τετράγωνη
παλαίστρα που αποτελείται από ένα συγκρότημα τεσσάρων ανοιχτών στοών με
μια πισίνα στην αυλή. Προφανώς ο χώρος χρησίμευε για την εξάσκηση των
μονομάχων.
Στη συνέχεια κινηθήκαμε στο decumanus
maximus , στο βασικό δρόμο της πόλης με
κατεύθυνση από ανατολή προς Δύση, που συμβατικά ονομάζεται οδός της αφθονίας
(από ένα ανάγλυφο σε μία κρήνη του). Ο δρόμος χαρακτηρίζεται από
ιδιωτικές κατοικίες και καταστήματα. Στην αρχή του δρόμου είχαμε
την ευκαιρία να δούμε ένα καλό παράδειγμα πομπηιανής κατοικίας (domus)
με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά.
Πυρήνας της κατοικίας και βασικότερος χώρος της είναι το
αίθριο, μια στεγασμένη τετράγωνη εσωτερική αυλή, ανοιχτή στο κεντρικό
της τμήμα και κάτω από το άνοιγμα μια ρηχή δεξαμενή για τη συλλογή του νερού
της οροφής. Το άνοιγμα διαμορφώνεται ή από τα δοκάρια της στέγης (παλαιότερος
τύπος τοσκανικού αίθριου) ή στηρίζεται σε κίονες γύρω από τη δεξαμενή (
νεότερος, τετράστυλος ή κορινθιακός τύπος). Γύρω από το αίθριο ανοίγονται τα
δωμάτια, η τραπεζαρία και ο χώρος υποδοχής.
Στο βάθος του σπιτιού που παλαιότερα υπήρχε κήπος από το
τέλος του 2ου αι. π.Χ. προστέθηκε μία μεγάλη αυλή με στοές, το
περιστύλιο, που αποτελεί ελληνιστική επίδραση στη ρωμαϊκή κατοικία. Το
σπίτι που επισκεφτήκαμε ονομάζεται συμβατικά οικία της Αφροδίτης από μία
εντυπωσιακή τοιχογραφία με τη θεά στο περιστύλιο.
Τα καταστήματα αποτελούνται κατά κανόνα από εξωτερικά δωμάτια
των σπιτιών με ξεχωριστή μεγάλη είσοδο. Τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά είναι
τα θερμοπώλεια τα οποία πρόσφεραν ζεστά ροφήματα, φαγητό και ποτό
από τεράστια δοχεία ενσωματωμένα σε χτιστούς πάγκους. Την εικόνα του δρόμου
συμπλήρωναν πανδοχεία και εργαστήρια.
Συνεχίζοντας στην οδό της Αφθονίας φτάσαμε στο παλαιότερο
δημόσιο λουτρικό συγκρότημα της πόλης, τα Σταβιανά Λουτρά στο
κεντρικό σταυροδρόμι της πόλης.
Αμέσως μετά τα Σταβιανά Λουτρά, περίπου εκατό μέτρα νοτιότερα
ανοίγεται η λεγόμενη από το σχήμα της τριγωνική αγορά, η αρχαιότερη
της πόλης, δημόσιος χώρος με μεγάλη σημασία, αφού συνδέεται με τον
παλαιότερο πυρήνα της πόλης. Εκεί βρίσκεται ο δωρικός ελληνικός ναός
του 5ου αι. π.Χ. ο οποίος είναι το αρχαιότερο σωζόμενο κτίσμα στην Πομπηία
και δείχνει την ελληνική επιρροή στην πόλη κατά τον αιώνα αυτόν. Στον ίδιο
ευρύτερο χώρο βρίσκεται η παλαιότερη και μικρότερη παλαίστρα, της
Σαμνιτικής περιόδου, καθώς και το ρωμαϊκό θέατρο και ωδείο.
Στο τέλος του decumanus maximus στο
δυτικό άκρον της πόλης βρίσκεται το ρωμαϊκό forum,
το πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της πόλης κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο. Αποτελείται από μία μεγάλη ορθογώνια πλατεία (120Χ45μ) που
περιβάλλεται από στοές. Από το σημείο αυτό η θέα του Βεζούβιου είναι
εντυπωσιακή. Στη νότια στενή πλευρά της πλατείας και στη νοτιοανατολική
γωνία της βρίσκονται τα πολιτικά κτίρια του forum
(οι έδρες των τοπικών αρχόντων, η curia και το
commitium ). Στη βόρεια πλευρά, πάνω στον άξονα
της πλατείας, βρίσκεται το Καπιτώλιο (ναός του Δία, της Αθηνάς και
της Ήρας) πάνω σε ψηλό πόδιο.
Στη δυτική πλευρά του forum
βρίσκεται η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική της Πομπηίας, από τις
παλαιότερες και καλύτερα σωζόμενες. Είναι κτίριο πολλαπλών
χρήσεων
προορισμένο να στεγάσει συγκεντρώσεις οικονομικού, δικαστικού και πολιτικού
χαρακτήρα. Στους αμέσως επόμενους αιώνες θα μετασχηματιστεί στο βασικό τύπο
χριστιανικού ναού.
Προχωρώντας βόρεια του forum πάνω
στο δρόμο της Νόλλα, το σημαντικότερο παράλληλο δρόμο του
decumanus maximus, βρίσκονται τρεις οικοδομικές νησίδες με μεγάλο
ενδιαφέρον. Η πρώτη νησίδα καλύπτεται από μία και μόνη οικία, τη μεγαλύτερη
στην Πομπηία, την οικία του Φαύνου. Εκεί βρέθηκε το 1831 το περίφημο
ψηφιδωτό της μάχης του Αλέξανδρου με το Δαρείο. Στο πρόθυρο του σπιτιού
υπάρχει σε ψηφιδωτό ο χαρακτηριστικός χαιρετισμός HAVE.
Στον ίδιο δρόμο έχει μέτωπο η οικία του Τραγικού Ποιητή με το
ψηφιδωτό - προειδοποίηση του σκύλου στο πρόθυρό της. Δίπλα ακριβώς στην
προηγούμενη βρίσκεται η νησίδα Αρριάνα- Πολλιάνα με ξεχωριστή σημασία.
Στη νοτιοδυτική γωνία της υπήρχε αρτοποιείο που διέθετε αλευρόμυλους,
φούρνο και πάγκους πώλησης του ψωμιού.
Βγαίνοντας από την πύλη του Ηρακλείου στη βορειοδυτική γωνία
της πόλης βαδίζοντας στο δρόμο, 500 περίπου μέτρα βορειοδυτικά, φτάσαμε στη
Βίλλα των Μυστηρίων. Πρόκειται για μία εντυπωσιακή περιαστική έπαυλη
μεγάλων διαστάσεων χτισμένη σε ισχυρή τοξωτή υποδομή. Το εντυπωσιακότερο
στοιχείο της έπαυλης, από το οποίο πήρε και την ονομασία της, είναι μια
μεγάλη αφηγηματική τοιχογραφία που αναπτύσσεται στις τρεις πλευρές του
τρικλίνιου. Είναι μια τοιχογραφία του 2ου πομπηϊανού στυλ (80 – 27 π.Χ.)
εικονιστική, με ανθρώπινες μορφές σε φυσικό μέγεθος (μεγαλογραφίες), που
παρουσιάζει σε κόκκινο φόντο μια τελετή μύησης στα διονυσιακά μυστήρια.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της Πομπηίας είναι η επίσκεψη στο
Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά
μουσεία του κόσμου. Στο ισόγειο στεγάζονται τα γλυπτά με σπουδαιότερα εκείνα
της συλλογής Φαρνέζε. Μεταξύ των γλυπτών του μουσείου περιλαμβάνονται δύο
από τα σημαντικότερα και πιο γνωστά ρωμαϊκά αντίγραφα ελληνικών έργων της
κλασικής περιόδου. Το περίφημο σύνταγμα των Τυραννοκτόνων που
απεικονίζει τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα που φόνευσαν τον τύραννο
Ίππαρχο, γιο του Πεισίστρατου, το 514 π. Χ. Οι τυραννοκτόνοι τιμήθηκαν σαν
ήρωες και τα αγάλματά τους είχαν στηθεί στην Αγορά της Αθήνας και έγιναν το
σύμβολο της δημοκρατίας. Το πρωτότυπο έργο ήταν χάλκινο, δημιουργήθηκε από
τους γλύπτες Κριτίο και Νησιώτη (περ. 480 π.Χ.) και είχε χαρακτηριστικά
του αυστηρού ρυθμού. Ο νέος με το υψωμένο χέρι που κρατά ξίφος είναι ο
Αρμόδιος, ενώ ο γενειοφόρος ο Αριστογείτων. Το αντίγραφο προέρχεται από την
έπαυλη του αυτοκράτορα Αδριανού στο Τίβολι.
Το δεύτερο ρωμαϊκό αντίγραφο απεικονίζει το πιο σημαντικό
έργο του Πολύκλειτου, τον Δορυφόρο (440 π.Χ.) που
χαρακτηρίστηκε «κανών» δηλαδή πρότυπο για τους γλύπτες. Ο αθλητής που
κρατούσε δόρυ απεικονίζεται με λυγισμένο το αριστερό πόδι δημιουργώντας μια
σειρά κινήσεων και αντικινήσεων . Το έργο προέρχεται από την Πομπηία, (
παλαιότερη παλαίστρα) έχει ύψος 2,12 μ. και ανήκει στον 1ο αι. μ.Χ.
Από τα έργα της συλλογής Φαρνέζε ξεχωρίσαμε δύο αγάλματα. Το
υπερφυσικού μεγέθους άγαλμα του Ηρακλή, ύψους 3,17 μ. που αναπαριστά
τον ήρωα κουρασμένο, να στηρίζεται στο ρόπαλό του και να κρατά στο δεξί του
χέρι τα μήλα των Εσπερίδων. Το έργο είναι του 3ου αι. μ. Χ. του Αθηναίου
γλύπτη Γλύκωνα. Το αντίγραφο βρέθηκε στη Ρώμη, στις Θέρμες του Καρακάλλα. Το
δεύτερο έργο της συλλογής Φαρνέζε που βρέθηκε και αυτό στις Θέρμες του
Καρακάλλα είναι ο λεγόμενος Ταύρος Φαρνέζε ή το Σύμπλεγμα της Δίρκης.
Εντυπωσιακό σύμπλεγμα ύψους περίπου τεσσάρων μέτρων που αναπαριστά την
τιμωρία της βασίλισσας της Θήβας Δίρκης η οποία δέθηκε σε μαινόμενο ταύρο
από τα παιδιά της Αντιόπης για την άδικη συμπεριφορά προς την μητέρα τους.
Στον ημιώροφο του μουσείου
στεγάζονται τα ψηφιδωτά που προέρχονται κυρίως από την Πομπηία. Τα
ψηφιδωτά αυτά είναι ένα ακόμα στοιχείο της ελληνιστικής επίδρασης στην
Πομπηία και αποτελούνται από μικρές τετραγωνισμένες πολύχρωμες ψηφίδες (tessarae/
opus tessellatum). Τα περισσότερα από τα έργα αυτά
αντιγράφουν διάσημα έργα ελλήνων ζωγράφων. Κεντρική θέση στο χώρο έκθεσης
των ψηφιδωτών κατέχει η μεγαλύτερη και εντυπωσιακότερη σύνθεση γνωστή ως
Η μάχη της Ισσού που βρέθηκε το 1831 στην οικία του Φαύνου. Είναι έργο
εξαιρετικής τέχνης, μεγάλων διαστάσεων (3,13 Χ 5,82μ.) αποτελούμενο από
4.000.000 πολύ μικρές ψηφίδες (0,03 Χ 0,03μ.) και αποδίδει τη σύνθεση με
ακρίβεια σχεδόν ζωγραφική. Συνοψίζει όλες τις κατακτήσεις της αρχαίας
ελληνικής ζωγραφικής (προοπτική, φωτοσκίαση, βράχυνση κλπ., που δεν υστερούν
από αυτές της Αναγέννησης) αποδίδοντας έξοχα προσωπογραφικές αλλά και
εθνογραφικές λεπτομέρειες. Πιθανότατα αντιγράφει έργο του ζωγράφου Φιλόξενου
ή του Απελλή του 4ου αι. π.Χ. Στην Πομπηία έχουν εργαστεί και Έλληνες
ψηφοθέτες όπως ο Διοσκουρίδης ο Σάμιος ο οποίος έχει υπογράψει τα έργα: Οι
πλανόδιοι μουσικοί και Η επίσκεψη στη μάγισσα. Η πλούσια θεματολογία των
ψηφιδωτών περιλαμβάνει και άλλα θέματα, όπως πορτρέτα, νεκρές φύσεις και
νειλωτικά τοπία.
Ολοκληρώσαμε την επίσκεψή μας στο μουσείο με τον πρώτο
όροφο, όπου εκτίθενται οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες από την
Πομπηία με αντιπροσωπευτικά δείγματα από τα τέσσερα στυλ της πομπηιανής
ζωγραφικής. Εντυπωσιακό παράδειγμα του 4ου στυλ Ο Αχιλλέας και η
Βρησηίδα από την οικία του τραγικού ποιητή.
Η Ρώμη σε αντίθεση με την Πομπηία είναι ένα παράδειγμα πόλης
που δεν σχεδιάστηκε εξαρχής, αλλά αναπτύχθηκε με φυσικό και τυχαίο τρόπο
σε μεγάλο βάθος χρόνου. Η σπουδαιότητα της Ρώμης έγκειται στο γεγονός
ότι σε όλη την ιστορία της ήταν πόλη οικουμενικής εμβέλειας, αφού στην
Αρχαιότητα ήταν πρωτεύουσα της τεράστιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και στο
Μεσαίωνα και Νεότερα χρόνια έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Γι΄ αυτό
λοιπόν σε πολλές φάσεις της ιστορίας της αναπτύχθηκαν μεγάλα οικοδομικά
προγράμματα.
Μια σειρά επτά χαμηλών λόφων (Παλατίνος, Καπιτωλίνος ,
Αβεντίνος, Καίλιος, Εσκυλίνος, Βιμινάλιος και Κυρινάλιος) ανατολικά του
Τίβερη, στο σημείο που το ποτάμι είναι ευκολότερα διαβατό και συγκλίνουν
οι εμπορικοί δρόμοι λόγω μιας νησίδας, της Τιβερίνας, αποτέλεσαν το
φυσικό πλαίσιο για τη δημιουργία μικρών οικισμών που εξελίχθηκαν
στον αρχικό πυρήνα της πόλης.
Οι λόφοι πρόσφεραν προστασία από τους εχθρούς αλλά και από τα
έλη που κατέκλυζαν αρχικά τη χαμηλότερη περιοχή. Το ποτάμι, που ήταν πλωτό,
εξασφάλιζε την επικοινωνία και το εμπόριο με τη βόρεια χώρα και τη θάλασσα.
Αργότερα (6ος αι.π.Χ.) το φυσικό περιβάλλον βελτιώθηκε με τη
διευθέτηση του χειμάρου Velabrum
ο οποίος έγινε ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός της πόλης (cloaca
maxima 6ο αι. π.Χ. ).
Το 753 π. Χ. σύμφωνα με την ρωμαϊκή ιστοριογραφική
παράδοση έγινε ο «συνοικισμός», δηλαδή η πολιτική ένωση των οικισμών
που είχαν αναπτυχθεί στους λόφους και πραγματοποιήθηκε η επίσημη ίδρυση της
πόλης και η χάραξη του Πομέριουμ (post muris,
ιερή περιοχή των ορίων της πόλης). Στη συνέχεια η πόλη άρχισε να
επεκτείνεται και κάτω από τους λόφους.
Η ιστορική πορεία της πόλης χωρίζεται σε τρεις μεγάλες
περιόδους που έχουν σχέση με το πολίτευμα της πόλης:
1. Η περίοδος της Βασιλείας 753 – 509 π.Χ. που
ταυτίζεται με την αρχαϊκή περίοδο.
2. Η περίοδος της Δημοκρατίας (Res
Publica) 509 – 27 π.Χ. Στην αρχή του 4ου αι. π.Χ. (378 π.Χ.)
χτίστηκε το πρώτο τείχος του οποίου σώζονται αρκετά σημεία. Ονομάζεται
Σερβιανό, είχε περίμετρο 11 χιλιόμετρα και περιέκλειε τους επτά λόφους
μέχρι τον Τίβερη. Στην ίδια περίοδο αρχίζουν να διαμορφώνονται και τα
βασικά δίκτυα της πόλης, οι δρόμοι και τα υδραγωγεία
3. Την περίοδο της Αυτοκρατορίας 27 π.Χ. – 330 /476 μ. Χ.
έχουμε οικοδομικά προγράμματα αυτοκρατόρων και μόνο προς το
τέλος του 3ου αι. μ. Χ. (270-275 μ.Χ.) οικοδομείται (επί αυτοκράτορα
Αυρηλιανού) το Αυρηλιανό τείχος περιμέτρου 19 χιλιομέτρων ήταν
χτισμένο με πλίνθους και το αρχικό ύψος του ήταν περίπου 8 μέτρα. Στα χρόνια
του αυτοκράτορα Ονώριου το τείχος ενισχύθηκε και το ύψος του σχεδόν
διπλασιάστηκε.
Κατά την επίσκεψή μας στη Ρώμη μετά από μία σύντομη
τοπογραφική ενημέρωση περιηγηθήκαμε στις δύο βασικές περιοχές – ενότητες της
αρχαίας πόλης: α. την περιοχή που περιέκλειε το Σερβιανό
τείχος, δηλαδή το αρχικό και κύριο τμήμα της αρχαίας πόλης και β.
το campus Martius, την βασική περιοχή
επέκτασής της, με σπουδαία μνημεία του τέλους της Δημοκρατίας και κυρίως της
Αυτοκρατορικής περιόδου.
Εντός της περιοχής του Σερβιανού τείχους ο πρώτος χώρος που
επισκεφτήκαμε ήταν ο λόφος του Καπιτωλίου, το βασικό και επίσημο
θρησκευτικό κέντρο της πόλης για όλη την περίοδο της Αρχαιότητας. Στο
μεγαλύτερο πλάτωμα του λόφου δέσποζε ο ναός της τριάδας του Καπιτωλίου (Δίας
Ύψιστος και Μέγιστος, Ήρα και Αθηνά) .
Κάτω ακριβώς από το Καπιτώλιο, στα ανατολικά του, σε μια
μικρή κοιλάδα είναι χωροθετημένος ο σπουδαιότερος δημόσιος χώρος της πόλης,
το Forum Romanum. Το πολιτικό κέντρο της
Ρώμης για πέντε περίπου αιώνες κατά την περίοδο της Δημοκρατίας. Ο χώρος
οικοδομήθηκε σε μεγάλο βάθος χρόνου και χωρίς ενιαίο αρχικό σχέδιο.
Το οικονομικό – εμπορικό κέντρο της Ρώμης για
το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της ήταν το forum
boarium (αγορά βοοειδών), μία μικρή
κοιλάδα στην ανατολική όχθη του Τίβερη, λίγο νοτιότερα από το ύψος της
Τιβερίνας. Στο σημείο αυτό βρισκόταν το κύριο λιμάνι και οι αποβάθρες της
πόλης στον Τίβερη (portus Tiberis). Το χώρο της
εμπορικής αγοράς διέσχιζε (υπόγεια από το 2ο αι. π.Χ.) η
cloaca maxima για να εκβάλει τελικά στον Τίβερη Χαρακτηριστικά
μνημεία του χώρου είναι ο κυκλικός ναός του Ηρακλή Νικητή (τέλη 2 ου
αι. π.Χ.), ο ιωνικός ναός του Πορτούνους (θεού προστάτη του λιμανιού,
αρχές του 1 ου αι. π.Χ.) και η λεγόμενη αψίδα του Ιανού ή του Κωνσταντίνου (αρχές
του 4 ου αι μ.Χ.).
Ως συνέχεια του forum boarium λίγο
βορειότερα ήταν το forum
holitorium
(αγορά λαχανικών ή λαδιού).
Οι τελευταίες αγορές της πόλεις ήταν οι λεγόμενες
αυτοκρατορικές αγορές. Πρόκειται για μεγάλα συγκροτήματα, εξαρχής
σχεδιασμένα με τα βασικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, την
αυστηρή μετωπικότητα και αξονικότητα. Αυτές οι αγορές βρίσκονται βόρεια του
Forum Romanum, σε άμεση γειτνίαση με αυτό και ως
συνέχειά του.
Το δυτικότερο και μεγαλύτερο συγκρότημα των αυτοκρατορικών
αγορών ήταν η αγορά του Τραϊανού , με κεντρικό στοιχείο της το
κίονα – τάφο του Τραϊανού (ύψους 30 μ.) με το περίφημο ιστορικό (κρατικό)
ανάγλυφο του δακικού πολέμου και στην κορυφή του το άγαλμα του
αυτοκράτορα.(παρόμοιος κίονας στο κάμπους μάρτιους για το Μάρκο Αυρήλιο).
Στα βόρεια του προηγούμενου συγκροτήματος οικοδομήθηκε η εμπορική αγορά
του Τραϊανού, ημικυκλική και πολυώροφη, με χυτή τοιχοποιία και
πλινθοδομή, πραγματικό επίτευγμα της ρωμαϊκής τεχνολογίας, αφού χρειάστηκε
να κοπεί μέρος της απόληξης του Κυριναλίου λόφου. Οι αυτοκρατορικές αγορές
είχαν ως κύριο ιδεολογικό στόχο να προβάλουν την αυτοκρατορική ιδέα και το
πρόσωπο του αυτοκράτορα.
Από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. τα κέντρα της αστικής ζωής
μεταφέρονται στα λεγόμενα κτίρια θεαμάτων και στα μεγάλα συγκροτήματα
λουτρών, τις θέρμες.
Ο μεγάλος ιππόδρομος της Ρώμης,
circus maximus, ήταν χωροθετημένος σε μία μικρή
πεδιάδα μεταξύ του Παλατίνου και του Αβεντίνου λόφου από τον 6ο αι. π.Χ. Στο
χώρο αυτό διεξάγονταν αρματοδρομίες πριν ακόμη αποκτήσει μνημειακή μορφή.
Προοδευτικά οι ξύλινες κατασκευές που υπήρχαν αρχικά αντικαταστάθηκαν από
λίθινες σε μεγάλο βάθος χρόνου κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Στη μορφή
αυτή το κτίριο είχε συνολικές διαστάσεις 621 Χ 150 μέτρα, ύψος περίπου 35 μ.
και χωρητικότητα περίπου 250.000 θεατών. Εξωτερικά διαμορφώνονταν με
επάλληλες κιονοστοιχίες. Στο μέσον του αγωνιστικού χώρου και κατά μήκος του
υπήρχε λίθινη νησίδα, η σπίνα, (μήκους 344 μ. ) γύρω από την οποία
διεξάγονταν οι αρματοδρομίες με αντίστροφη φορά από τους δείκτες του
ρολογιού. Στην ιππάφεση που βρισκόταν βορειοδυτικά υπήρχαν δώδεκα βαλβίδες
– θέσεις. Η τελευταία αρματοδρομία που μαρτυρείται χρονολογείται το 549 μ.
Χ. επί Τωτίλα. Κατά το Μεσαίωνα έγινε εκτεταμένη λιθωρυχία , παρόλ΄ αυτά η
θέση και το σχήμα του κτιρίου είναι σαφή.
Το άλλο μεγάλο κτίριο θεαμάτων είναι το φλάβιο αμφιθέατρο,
γνωστό και ως κολοσσαίο από ένα άγαλμα του Νέρωνα (ύψους 35 μ) που ήταν
στημένο κοντά. Το αμφιθέατρο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και ο όγκος, το
ύψος του (50 μ , το ψηλότερο κτίριο της πόλης) και η εντυπωσιακή του
κατασκευή το καθιστούν σπουδαίο τοπόσημο της πόλης. Πρόκειται για ένα
κτιριακό τύπο καθαρά ρωμαϊκό που προοριζόταν για τη διεξαγωγή θηριομαχιών (venations)
και μονομαχιών (ludi gladiatorii / munera) που αρχικά γίνονταν στον
ιππόδρομο ή στην αγορά (3ος – 2ος αι. π.Χ.). Άρχισε να κτίζεται επί
Βεσπασιανού και εγκαινιάστηκε από τον Τίτο το 80 μ. Χ. Είχε σχήμα ελλειπτικό,
συνολικές διαστάσεις 188 Χ 156 μ. (αρένα 86 Χ 54μ.) και χωρητικότητα 45 –
50.000 θεατές. Η εξωτερική πλευρά του διαμορφώνεται με τέσσερις ορόφους με
τοξωτά ανοίγματα τα οποία πλαισιώνονται από ημικίονες, στον πρώτο όροφο
δωρικού ρυθμού, στο δεύτερο ιωνικού, στον τρίτο κορινθιακού, ενώ ο τέταρτος
διαμορφώνεται με κλειστό στηθαίο και πεσσούς με κορινθιακά επίκρανα. Στην
κορυφή του κτιρίου υπήρχε το βελλάριουμ, υφασμάτινο κάλυμμα για την
προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Η κατασκευή του αποτέλεσε τεχνικό
επίτευγμα, αφού κατασκευάστηκε σε επίπεδο έδαφος με χυτές θολωτές υποδομές (substructiones)
τοποθετημένες σε ορόφους που στήριζαν τα καθίσματα. Υπήρχαν 76 είσοδοι και
δύο κεντρικές πάνω στον κατά μήκος άξονα του κτιρίου. Η αρένα καλυπτόταν από
ξύλινο δάπεδο και κάτω από αυτήν διαμορφώνονταν δύο υπόγειοι όροφοι με
διαμερίσματα που προορίζονταν για τους μονομάχους και τα θηρία, τα οποία
μετέφεραν στο ύψος της αρένας με αναβατόρια.
Τα μεγάλα συγκροτήματα θερμών είναι
και αυτός αρχιτεκτονικός τύπος που χαρακτηρίζει το ρωμαϊκό πολιτισμό. Οι
πρώτες θέρμες στη Ρώμη χτίστηκαν από τον Αγρίππα στα χρόνια του Αυγούστου
στο κάμπους μάρτιους. Όμως το πρώτο μεγάλο συγκρότημα θερμών εντός του
σερβιανού τείχους χτίστηκε από τον Τραϊανό κοντά στο κολοσσαίο στις αρχές
του 2 ου αι. μ. Χ. Ακολούθησαν οι θέρμες του Καρακάλλα στις αρχές του 3 ου
αι. μ. Χ. λίγο έξω και νότια του σερβιανού τείχους, που ήταν τεράστιο
συγκρότημα (διαστάσεων 337 Χ 328 μ. ο εξωτερικός περίβολος και το κυρίως
οικοδόμημα 220 Χ 114 μ. ) που εκτός από τις λουτρικές εγκαταστάσεις
(caldarium, tepidarium,
frigidarium, nattatio ) διέθεταν εμπορικά
καταστήματα, χώρους άθλησης, βιβλιοθήκες και θρησκευτικούς χώρους για τη
γενικότερη αναψυχή των επισκεπτών. Στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. προστέθηκε το
συγκρότημα των θερμών του Διοκλητιανού στη βόρεια άκρη της πόλης εντός των
τειχών με σχέδιο παρόμοιο με του Καρακάλλα και διαστάσεις ακόμη μεγαλύτερες.
Ένας άλλος τύπος οικοδομήματος καθαρά ρωμαϊκός είναι οι
θριαμβικές αψίδες με εντυπωσιακά και χαρακτηριστικά παραδείγματα εντός
του σερβιανού τείχους. Οι θριαμβικές αψίδες ήταν αυτοτελή μνημειακά
οικοδομήματα και χτίζονταν για να τιμηθούν οι στρατηγοί στα χρόνια της
Δημοκρατίας (fornix από τον 3 ο αι. π.Χ. ) και οι
αυτοκράτορες για ένα μεγάλο συνήθως στρατιωτικό κατόρθωμα. Η τοποθέτηση του
αγάλματος του τιμώμενου προσώπου πάνω στην αψίδα είχε την έννοια της
ανύψωσής του πάνω από το επίπεδο των κοινών ανθρώπων. (όπως και στους
τιμητικούς κίονες ή τους πεσσούς).
Το εντυπωσιακότερο θριαμβικό τόξο βρίσκεται εκατό μέτρα
νότια του Κολοσσαίου και ιδρύθηκε το 315 μ. Χ. προς τιμή του Μ.
Κωνσταντίνου για τη νίκη του εναντίον του Μαξέντιου στη Μουλβία γέφυρα.
Έχει ύψος 21 μέτρα, πλάτος 26 μ. και βάθος 7.30 μ. Έχει τρία τοξωτά
ανοίγματα και ο γλυπτός του διάκοσμος, εκτός από μια ανάγλυφη ζωφόρο που
αναφέρεται στον Κωνσταντίνο και περιτρέχει όλο το μνημείο, προέρχεται από
άλλα μνημεία ανάλογου χαρακτήρα κυρίως της εποχής του Τραϊανού.
Η σημαντικότερη επέκταση της πόλης εκτός των τειχών της
δημοκρατικής περιόδου (σερβιανό) έγινε στο πεδίο του Άρεως (campus
Martius) όπου μετά από αποστραγγιστικά έργα, κυρίως στην εποχή του
Αγρίππα, χτίστηκαν μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης.
Τα παλαιότερα μνημεία βρίσκονται στην περιοχή της
largo argentina και πρόκειται για τέσσερις
ναούς της δημοκρατικής περιόδου (από τον 3ο μέχρι τον 1ο αι. π.Χ.).
Πίσω από αυτούς τους ναούς, στα δυτικά τους, χτίστηκε το συγκρότημα των
στοών του Πομπήιου με τον οίκο της Συγκλήτου στον οποίο δολοφονήθηκε ο
Ιούλιος Καίσαρας το 44 π.Χ. Στο νότιο άκρο του Πεδίου του Άρεως στα όρια με
το Forum Holitorium χτίστηκε το θέατρο του
Μαρκέλλου (11 π.Χ.) από τον Αύγουστο προς τιμήν του πρόωρα θανόντος
ανιψιού του. Το οικοδομικό πρόγραμμα του Αυγούστου συνεχίστηκε με άλλα
κτίσματα στο Campus Martius.
Ο βωμός της Σεβαστής Ειρήνης (Ara
pacis Augustae) είναι θρησκευτικό οικοδόμημα αλλά ταυτόχρονα
πολιτικής προπαγάνδας και αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Συνδέει τη ρωμαϊκή
θρησκεία, μυθολογία και παράδοση με τον Αύγουστο του οποίου η εποχή, σύμφωνα
με την πολιτική του ιδεολογία, θα εγκαινίαζε μια εκατονταετή χρυσή εποχή
ειρήνης και ακμής για τη Ρώμη. Ο βωμός άρχισε να κατασκευάζεται από το 13
και εγκαινιάστηκε το 9 π.Χ. δίπλα στη Φλαμινία οδό με την κύρια είσοδο προς
τα δυτικά, προς το Πεδίο του Άρεως. Η νέα θέση του δίπλα στο ποτάμι και το
μαυσωλείο του Αυγούστου οφείλεται στην ανακατασκευή του μνημείου μετά την
ολοκλήρωση των ανασκαφών το 1938. Το μνημείο κατασκευασμένο από μάρμαρο
Καρράρας έχει διαστάσεις 11,65 Χ 10,60 μ.( και ύψος 6,3 μ.) και αποτελείται
από τον κυρίως βωμό σχήματος Π και τον ορθογώνιο περίβολό του που έχει δύο
εισόδους και δηλώνει το τέμενος.. Οι δύο παραστάσεις της πλευράς της εισόδου
έχουν σχέση με τους μύθους της καταγωγής των Ρωμαίων αλλά και της
οικογένειας του Αυγούστου με κεντρικές μορφές τον Αινεία στη μια και το
Ρωμύλο με το Ρώμο στην άλλη. Στην πίσω πλευρά του περιβόλου αριστερά και
δεξιά της εισόδου δύο αλληγορικές παραστάσεις, η προσωποποίηση της
Γης (tellus) με τα αγαθά της Ειρήνης και της
προσωποποίησης της Ρώμης μας μεταφέρουν στην εποχή του Αυγούστου και τα
επιτεύγματά της. Εξαιρετικής σημασίας είναι οι δύο ζωφόροι με πολυπρόσωπες
πομπές στις πλάγιες πλευρές του μνημείου στις οποίες οι δύο κορυφαίοι
παράγοντες του πολιτεύματος, ο αυτοκράτορας με την οικογένειά του και η
Σύγκλητος, πορεύονται με κοινή κατεύθυνση προς την είσοδο του βωμού για να
πραγματοποιήσουν θυσία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πομπή της
αυτοκρατορικής οικογένειας. Στην πομπή αυτή εξέχουσα θέση έχουν ο Αύγουστος
και ο Αγρίππας. Ο κλασικισμός των αναγλύφων είναι έντονος, φέρνει στο νου τη
ζωφόρο του Παρθενώνα και πιθανότατα έχει εκτελεστεί από Έλληνες καλλιτέχνες.
Το μνημείο στεγάστηκε σε νέο μουσείο που εγκαινιάστηκε στις
22 Απριλίου 2006 που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Richard
Meier. Στο μουσείο που το βασικό του χαρακτηριστικό είναι η διαφάνεια
ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το μνημείο με τη βοήθεια
προπλασμάτων του ευρύτερου χώρου και του βωμού (συγκρίσιμο με το νέο μουσείο
της Ακρόπολης).
Ολοκληρώσαμε την επίσκεψή μας με την ανάγνωση αποσπασμάτων
από την Αινειάδα του Βιργιλίου και Τα Πεπραγμένα (Res
Gestae) του Αυγούστου, κείμενα παράλληλα με το πνεύμα των
παραστάσεων και της σημασίας του μνημείου που εκφράζουν και αυτά την
κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του Αυγούστου.
Σημαντικό μνημειακό οικοδόμημα στο κέντρο του Πεδίο του Άρεως
ήταν το ελληνικού τύπου στάδιο (για αθλητικούς αγώνες) που
έχτισε ο Δομιτιανός στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Βρίσκεται και αυτό
εκτός των τειχών για τον ίδιο λόγο όπως και τα θέατρα. Το ίχνος και το
σχήμα του μνημείου αποτυπώθηκε στην μεταγενέστερη Πιάτσα Ναβόνα όπως με
σαφήνεια φαίνεται από μία αεροφωτογραφία.
Ο αυτοκράτορας Αδριανός επιθυμώντας να τονίσει τη σχέση του
με το θεμελιωτή της αυτοκρατορίας ανανεώνει και συνεχίζει την παράδοση του
Αυγούστου επαναφέροντας τον κλασικισμό και συνεχίζοντας την οικοδομική
δραστηριότητα στο Πεδίο του Άρεως που είχε ξεκινήσει εκείνος.
Στο κέντρο του Πεδίου του Άρεως βρίσκεται το Πάνθεον,
ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής το οποίο
συνοψίζει τις κατακτήσεις της (υλικά, τεχνικές, φόρμες και στέγαση τεράστιων
εσωτερικών χώρων), την αισθητική και τα βασικά χαρακτηριστικά της (αξονικότητα,
μετωπικότητα και συμμετρία) και άσκησε μοναδική επίδραση στην αρχιτεκτονική
των επόμενων αιώνων ανοίγοντας μια νέα εποχή και προαναγγέλλοντας τη λατρεία
του «Ενός» ( ηγεμόνα, θεού). Όπως δηλώνεται από το όνομά του είναι ναός που
στέγαζε τη λατρεία όλων των Ολυμπίων θεών.
Όπως είχαμε πει και παραπάνω η αρχική φάση του ναού ανήκει
στα χρόνια του Αυγούστου (27 – 25 π.Χ.) και αυτό δηλώνεται από την επιγραφή
στο επιστύλιο που διατήρησε ο Αδριανός και αναφέρει ως ιδρυτή τον Μάρκο
Αγρίππα. Το κτίριο ξαναχτίστηκε από τον Αδριανό (118-125 μ.Χ.). Ο ναός στην
πρόσοψή του δίνει εντύπωση περίπτερου ναού με βαθύ προστώο από γρανιτένιους
κορινθιακούς κίονες που σχηματίζει τρία κλίτη. Στο κεντρικό κλίτος ανοιγόταν
η είσοδος και τα δύο πλευρικά κατέληγαν σε κόγχες που ήταν τοποθετημένα τα
αγάλματα του Αυγούστου και του Αγρίππα. Οι κίονες στηρίζουν το επιστύλιο με
την επιγραφή και τριγωνικό αέτωμα. Το κύριο σώμα του ναού είναι κυκλικό (κυλινδρικό)
και στεγάζεται με ένα τεράστιο ημισφαιρικό θόλο. Το κυλινδρικό κεντρικό
τμήμα του ναού χωρίζεται από τρία γείσα εξωτερικά και εσωτερικά. Στο
ανώτερο γείσο στηρίζεται ο δακτύλιος στον οποίο μεταφέρεται το βάρος του
θόλου. Τα γείσα αυτά χωρίζουν το εσωτερικό του κυρίως ναού σε τρεις ζώνες.
Στην κάτω κύρια ζώνη ανοίγονται δώδεκα κόγχες ορθογώνιες και ημικυκλικές
εναλλάξ, σαν μικροί ναΐσκοι που στέγαζαν τα αγάλματα των θεών. Η επόμενη
ζώνη αποτελείται από ένα στηθαίο με ψευδοπαράθυρα και πολύχρωμες πλάκες
ορθομαρμάρωσης. Το τρίτο τμήμα είναι η ημισφαιρική θόλος διαμέτρου 43, 30
μ. όσο ακριβώς είναι και το ύψος του κτιρίου από το δάπεδο ως την κορυφή του
θόλου, έτσι ώστε να δημιουργείται μία σφαίρα που εγγράφεται στο περίβλημα
του κτιρίου. Ο θόλος ο οποίος είναι κατασκευασμένος με χυτά υλικά και έχει
διαμορφωμένα φατνώματα φέρει στην κορυφή του κυκλικό άνοιγμα για το φωτισμό
και τον αερισμό του κτιρίου διαμέτρου 9 μ. Όλα τα παραπάνω στοιχεία δίνουν
στον εσωτερικό χώρο του κτιρίου εντυπωσιακή μνημειακότητα. Η καλή διατήρηση
του οφείλεται στη μετατροπή του σε χριστιανικό ναό της Σάντα Μαρία στους
Μάρτυρες το 608 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Φωκά. Το μνημείο στη νεότερη εποχή
χρησιμοποιήθηκε και ως μαυσωλείο για επιφανή πρόσωπα με πιο χαρακτηριστική
την περίπτωση του βασιλιά της ιταλικής ενοποίησης, Βιττόριο Εμμανουέλε.
Σε μια περιοχή πολύ κοντά στη βόρεια πλευρά του Πεδίου του
Άρεως, δίπλα στον Τίβερη αλλά στην απέναντι δυτική του όχθη, ο Αδριανός
έχτισε το μαυσωλείο του από το 130 μέχρι το 139 μ. Χ. (ολοκληρώθηκε
ένα χρόνο μετά το θάνατό του). Το οικοδόμημα ακολουθεί τον πιο συνηθισμένο
τύπο ρωμαϊκού μαυσωλείου αποτελούμενο από μία κυκλική – κυλινδρική κατασκευή
διαμέτρου 64 μ. που στηρίζεται πάνω σε υψηλό τετράγωνο πόδιο (πλευρά 84 μ,
ύψος 10 μ.). Σε γενικές γραμμές ακολουθεί τη μορφή του μαυσωλείου του
Αυγούστου που υπήρχε πολύ κοντά στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Μέσα στο
κυλινδρικό περίβλημα του μαυσωλείου υψώνεται τύμβος και στην κορυφή του ναός
που αποτελεί τη βάση για το άγαλμα του αυτοκράτορα. Θέλοντας ο αυτοκράτορας
να εξασφαλίσει την άμεση επικοινωνία του μαυσωλείου με το Πεδίο του Άρεως
κατασκεύασε εντυπωσιακή γέφυρα (την pons Aelius
). Στο μαυσωλείο ετάφησαν οι αυτοκράτορες από τον Αδριανό (138 μ. Χ.) μέχρι
και τον Καρακάλλα. (217 μ.Χ.).
. Κατά το 10ο αι. μετατράπηκε σε κάστρο που συνδέθηκε με το
αμυντικό σύστημα του Βατικανού και ενώθηκε μάλιστα με υπόγειο διάδρομο με τα
παπικά ανάκτορα. Σήμερα το μνημείο είναι γνωστό ως
Castello Sant Angelo από το χάλκινο άγαλμα του αρχάγγελου (18ος αι.)
που βάζει το σπαθί στη θήκη σημαίνοντας το τέλος ενός μεγάλου λοιμού που
έπληξε την πόλη τον 6 ο αι. μ. Χ .
Η πόλη των ρωμαϊκών χρόνων ολοκληρώνεται με το τρίτο
παράδειγμα, την Όστια, η οποία σε γενικές γραμμές εντάσσεται στον
τύπο της σχεδιασμένης πόλης (όπως και η Πομπηία) που προήλθε από
στρατόπεδο ρωμαϊκής αποικίας, castrum (194 Χ
126μ., 22 στρέμματα, 300 άποικοι). Γρήγορα επεκτάθηκε έξω από τα όρια του
στρατοπέδου, οχυρώθηκε με νέο τείχος (μήκους 1756 μ. που δεν καλύπτει τη
βόρεια πλευρά της πόλης που εφαπτόταν στον Τίβερη, έκταση 690 στρέμματα)
και διατήρησε σε γενικές γραμμές τα κανονικά χαρακτηριστικά της. Στο σημείο
που διασταυρώνονταν οι δύο βασικοί της δρόμοι (decumanus
maximus και cardo maximus) ιδρύθηκε το
forum, το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της
πόλης.
Η Όστια όμως είχε τα δικά της ξεχωριστά χαρακτηριστικά και
ρόλο ως λιμάνι και επίνειο της Ρώμης (αρχικά στρατιωτικό και μετά εμπορικό).
Είναι πόλη με αστικά – εμπορικά χαρακτηριστικά, έντονη κίνηση και
πυκνοκατοικημένη (50.000 κάτοικοι στην ίδια περίπου έκταση με την
Πομπηία, που είχε 15 – 20.000 κατοίκους ). Η Όστια συνιστά ενότητα με τη
Ρώμη.
Η πόλη βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα δυτικά της Ρώμης στην
Τυρρηνική θάλασσα στις εκβολές του Τίβερη (που ήταν πλωτός) απ΄ όπου, όπως
φαίνεται, έχει πάρει και το όνομά της (ostium =
είσοδος, στόμιο). Οφείλει λοιπόν τη δημιουργία της στη στρατηγική και
εμπορική σημασία της θέσης της. Η πόλη ανεσκάφη συστηματικά από το 1938
-1942.
Για να κατευθυνθεί κάποιος από τη Ρώμη στην Όστια διέρχεται
από την πόρτα ostiensis του αυρηλιανού τείχους,
στα νότια της πόλης με τη χαρακτηριστική πυραμίδα – τάφο του Κέστιου. Η
αρχαία via ostiensis οδηγούσε τον επισκέπτη
στην Όστια. Λίγο πριν από την είσοδο στην πόλη ήταν διαμορφωμένο στο νότιο
κράσπεδο του δρόμου ( το βόρειο για δραστηριότητες του λιμανιού) εκτεταμένο
νεκροταφείο 2ος π.Χ. – 4 ος μ. Χ. (παράβαλε είσοδο στην Πομπηία). Η είσοδος
στην Όστια γινόταν από την porta romana
του τείχους του Σύλλα. (από τα ανατολικά)
Από την porta romana
ακολουθώντας το decumanus maximus επισκεφτήκαμε
τα πιο αντιπροσωπευτικά κτίρια και συγκροτήματα της πόλης που συνδέονται με
τον αστικό- εμπορικό χαρακτήρα της και το λιμάνι της (λουτρά, αποθήκες,
γραφεία ναυτιλιακών και άλλων εταιριών, πολυκατοικίες και άλλα).
Από τα πλέον χαρακτηριστικά κτίρια της Όστιας είναι οι
μεγάλες αποθήκες σιτηρών ( 1ος αι. π.Χ. επί Δημοκρατίας, χαμηλότερο
επίπεδο). Ένα τέτοιο συγκρότημα με σχεδόν ορθογώνια μορφή και χωρισμένο σε
μικρούς αποθηκευτικούς χώρους , οργανωμένο γύρω από μια περίστυλη αυλή
βρίσκεται στη νότια πλευρά του decumanus maximus
και ενωνόταν με το ποτάμι με ένα κάθετο οδικό άξονα.
Απέναντι από τις αποθήκες σιτηρών στη βόρεια πλευρά του
δρόμου βρίσκεται το θέατρο της πόλης (1ος αι. π.Χ. Αύγουστος και
επέκταση επί Σεπτίμιου Σεβήρου, 200 μ. Χ.) και βόρεια του θεάτρου σε άμεση
γειτνίαση με αυτό ένα ορθογώνιο συγκρότημα τεσσάρων στοών που σχηματίζουν
μια μεγάλη τετράγωνη πλατεία (piazzale corporazioni)
στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο ναός της Δήμητρας. Στις τρεις στοές
ανατολική, δυτική και βόρεια τα μικρά δωμάτια που ανοίγονται στο βάθος των
στοών στέγαζαν γραφεία ναυτιλιακών και εμπορικών εταιρειών. Τα
γραφεία μπροστά από την είσοδό τους , στον ημιυπαίθριο στεγασμένο από τη
στοά χώρο, είχαν σε μορφή ψηφιδωτού δαπέδου (τεχνική ασπρόμαυρου ψηφιδωτού
με τετραγωνισμένες ψηφίδες – opus tessellatum) το
έμβλημα της εταιρείας τους που είχε σχέση με τις δραστηριότητές της. Τα
περισσότερα εξαιρετικής τέχνης εμβλήματα παραπέμπουν σε θαλάσσιες
δραστηριότητες. Σε αρκετές περιπτώσεις ένα γραφείο καταλαμβάνει δύο
συνεχόμενα δωμάτια της στοάς που επικοινωνούσαν και εσωτερικά. Το (μοναδικό)
εμπορικό αυτό κέντρο είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα της
πόλης και των δραστηριοτήτων της (η αρχική χρήση των στοών που χτίστηκαν από
τον Αύγουστο, εξυπηρετούσαν τους θεατούς του θεάτρου. Στα τέλη του 2ου και
στις αρχές του 3ου αι. μ. Χ. πήραν την τελική τους μορφή)
Στο μέσον περίπου της διαδρομής του
decumanus maximus (μήκους 1500 μ. ) κινούμενοι βόρεια στη
via dei molini φτάσαμε στην ανατολική πλευρά των
τειχών του αρχικού castrum. Λίγα μέτρα βορειότερα
σταματήσαμε στη via di Diana για να δούμε τον πιο
αντιπροσωπευτικό τύπο κατοικίας στην πυκνοκατοικημένη Όστια, τις
insulae, (νησίδες) δηλαδή τις ρωμαϊκές
πολυκατοικίες. Από τις καλύτερα διατηρημένες είναι η λεγόμενη
casa di Diana από μία παράσταση της θεάς σε μία
κρήνη της εσωτερικής αυλής. Τα κτίρια αυτά ήταν πολυώροφα (3-5 όροφοι)
ύψους περίπου 20 μ. με εσωτερική τετράγωνη αυλή και συνήθως μία κοινή
τουαλέτα. Το ύψος των ορόφων μειωνόταν προς τα πάνω. Στους πάνω ορόφους οι
ανέσεις των διαμερισμάτων λιγόστευαν ενώ μεγάλωναν οι κίνδυνοι κυρίως από
τις πυρκαγιές. Γι΄ αυτό οι τελευταίοι όροφοι κατοικούνταν από φτωχούς. Στον
πρώτο όροφο συνήθως υπήρχαν μπαλκόνια και μεγαλύτερη άνεση χώρων.. Στο
ισόγειο των insulae ήταν καταστήματα με πατάρι (taberna
cum pergula). Είχαν μεγάλες τοξωτές εισόδους και τα θερμοπώλεια ή τα
εστιατόρια διέθεταν τους χαρακτηριστικούς λίθινους πάγκους όπως και στην
Πομπηία. Οι είσοδοι που οδηγούσαν στο κλιμακοστάσιο για τα διαμερίσματα ήταν
αρκετά στενές.
Στο σημείο που διασταυρώνονται ο decumanus
maximus και ο cardo maximus βρίσκεται το
forum, το πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό
κέντρο της πόλης. Το forum ήταν μία ορθογώνια
επιμήκης πλατεία που είχε πάνω στον άξονά της (από Β προς Ν) το ναό του
Καπιτωλίου ( 120 μ. Χ.) και με μέτωπο στις πλευρές της πλατείας τη βασιλική
και τα άλλα δημόσια κτίρια. Αυτή είναι μία διάταξη που την είδαμε και στην
Πομπηία και συνηθίζεται σε κάθε σχεδιασμένη ρωμαϊκή πόλη.
Λίγο ανατολικότερα του forum
απέναντι από το συγκρότημα λουτρών του forum,
είδαμε τις πολύ καλά διατηρημένες βεσπασιανές, δηλαδή τις δημόσιες
τουαλέτες ( 2ος αι. μ. Χ.) που τη λειτουργία τους εξασφάλιζε η επάρκεια
τρεχούμενου νερού παρέχοντας στους πολίτες υψηλό επίπεδο υγιεινής. (τμήμα
ανδρικό και γυναικείο).
Ο τρόπος της διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου της Όστιας
την καθιστά ένα μεγάλο αρχαιολογικό πάρκο με διδακτική αξία, γεγονός που
δηλώνεται με την παρουσία πολλών σχολείων.
Σε απόσταση 500 περίπου μ. ανατολικά της αρχαίας Όστιας
βρίσκεται ο μικρός μεσαιωνικός και αναγεννησιακός οικισμός του Μπόργκο με
σπουδαιότερο μνημειακό κτίσμα το κάστρο του πάπα Ιούλιου Β΄ που χτίστηκε
γύρω στο 1500 για τον έλεγχο των εκβολών του ποταμού και αποτελεί σημαντικό
παράδειγμα πρώιμου προμαχωνικού συστήματος (μεταβατικού από το μεσαιωνικό
στο νεότερο).
Η περίοδος της ρωμαϊκής πόλης ολοκληρώθηκε με την επίσκεψή
μας στα Μουσεία του Βατικανό όπου είχαμε την ευκαιρία να δούμε μερικά από τα
πιο αντιπροσωπευτικά γλυπτά της ρωμαϊκής περιόδου, όπως:
το σύμπλεγμα του
Λαοκόοντα, τον Απόλλωνα του Μπελβεντέρε,
τον Αποξυόμενο του Λυσίππου και
τον
Κορμό του Μπελβεντέρε. Ο ανδριάντας του
Αυγούστου της
Prima Porta με τον ανατομικό θώρακα μας θύμισε τη νέα αυτοκρατορική
ιδεολογία που είδαμε στην Ara Pacis. Όλα αυτά τα
γλυπτά μαζί με τον έφιππο ανδριάντα του Μάρκου Αυρηλίου στο Καπιτώλιο
έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη γλυπτική της Αναγέννησης.

Κατά τη μεταβατική περίοδο από την Αρχαιότητα προς το
Μεσαίωνα, 4ος – 6ος μ.Χ., αυτή που ονομάζουμε Παλαιοχριστιανική ή
Πρωτοβυζαντινή, συνέβησαν πολύ σημαντικές αλλαγές στη μορφή των πόλεων και
άλλαξε ο χαρακτήρας που είχαν στην Αρχαιότητα. Τα στοιχεία που συνέβαλαν
περισσότερο στις αλλαγές αυτές ήταν ο θρίαμβος της νέας θρησκείας, του
Χριστιανισμού, καθώς και η κατάρρευση των συνόρων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
λόγω των μετακινήσεων των λαών από τη βόρεια Ευρώπη και την Ασία.
Τα παλαιά κέντρα της αστικής ζωής, οι αγορές, οι θέρμες, τα
αμφιθέατρα κλπ. αντικαταστάθηκαν από τους ναούς της νέας θρησκείας, τις
τεράστιες βασιλικές εντός ή εκτός των τειχών, που δημιούργησαν γύρω τους
το νέο πολεοδομικό ιστό. Την ίδια εποχή μαζί με τις βασιλικές οικοδομούνται
περίκεντρα κτίρια ως τάφοι μαρτύρων, βαπτιστήρια ή μαυσωλεία.
Η θέση και ο προσανατολισμός των νέων θρησκευτικών κτιρίων δε
λάμβανε υπόψη την παλαιότερη ρυμοτομία των πόλεων (πολεοδομούσαν και
οικοδομούσαν οι επίσκοποι) με αποτέλεσμα να διαλυθεί το κανονικό οδικό
δίκτυο και στη θέση του να δημιουργηθεί ένα πολύπλοκο, δαιδαλώδες με την
καμπύλη γραμμή να κυριαρχεί. Τα τείχη συνήθως ενισχύονται λόγω της
ανασφάλειας που επικρατούσε και οι ταφές γίνονται πια και εντός των πόλεων.
Στη Ρώμη η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από την
οικοδόμηση των μεγάλων (maggiore) τρίκλιτων ή
πεντάκλιτων βασιλικών του 4ου και
5ου αι. μ.
Χ. , όπως του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Παύλου εκτός των τειχών, του Αγίου
Ιωάννη στο Λατερανό και της Σάντα Μαρία Μaggiore,
των οποίων η σημερινή εικόνα είναι αποτέλεσμα των παρεμβάσεων που έγιναν
κατά την Αναγέννηση και το Μπαρόκ. Οι βασιλικές αυτές μαζί με τα
προσκτίσματά τους (αίθριο, επισκοπεία, βαπτιστήρια, καταστήματα κλπ. ) θα
αποτελέσουν μεγάλα συγκροτήματα που θα γίνουν κέντρα όχι μόνο προσκυνήματος
αλλά και οικονομικών, κοινωνικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων στην πόλη
μετατρέποντας σιγά – σιγά τον πολίτη ή τον αστό ιδιώτη σε ενορίτη.
Ένα μνημείο της πρώιμης χριστιανικής ζωής (Πρωτοχριστιανική
τέχνη και εποχή 2ος -3ος αι. μ.Χ. ), πριν αναγνωριστεί επίσημα η νέα
θρησκεία, ήταν οι κατακόμβες, τα υπόγεια κοιμητήρια των πρώτων
χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτά ανοίχτηκαν έξω από τα τείχη της πόλης, δίπλα
σε μεγάλες οδούς, όπως και τα άλλα νεκροταφεία. Οι χριστιανοί θέλοντας να
έχουν χωριστά κοιμητήρια από τους παγανιστές και να εκτελούν απομονωμένοι
τις θρησκευτικές τους τελετουργίες δημιούργησαν ένα σύστημα υπόγειων στοών
πολλών χιλιομέτρων σε επάλληλα επίπεδα, σκαμμένο στο μαλακό αλλά σταθερό
ηφαιστειογενές πέτρωμα (τόφο) της πόλης. Επισκεφτήκαμε τις μεγαλύτερες σε
έκταση και σημασία κατακόμβες του Αγίου Σεβαστιανού δίπλα στην Αππία οδό. Οι
κατακόμβες βρίσκονται στο σημείο που μαρτύρησε ο Άγιος Σεβαστιανός, κάτω από
τη βασιλική που χτίστηκε εκεί. Βαδίσαμε στους στενούς διαδρόμους των στοών
πλάτους περίπου 80 εκατοστών οι οποίοι φωτίζονταν και αερίζονταν από
κάθετους αγωγούς τα luminaria. Διακρίναμε τα τρία
βασικά είδη τάφων: τα loculi ή loci
που σημαίνει θέση και είναι ένα μακρόστενο άνοιγμα στους πλευρικούς τοίχους
των διαδρόμων και καλύπτονταν με μια πλάκα την tabula,
τα arcosolia αψιδωτές κόγχες που περιέκλειαν
απλή σαρκοφάγο και τα cubicula ταφικά δωμάτια που
περιείχαν αρκετούς τάφους αλλά και τράπεζα για ιεροπραξίες. Στις κατακόμβες
συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν σύμβολα, όπως τον ιχθύ , την άγκυρα,
τη navicella κλπ. Πολλές ταφικές επιγραφές ήταν
γραμμένες στα ελληνικά, όπως αυτή της μικρής Θεονόης, γεγονός που δείχνει τη
διάδοση και τη σπουδαιότητα της ελληνικής γλώσσας. Ολοκληρώσαμε την
επίσκεψή μας στις κατακόμβες του Αγίου Σεβαστιανού με την ανάγνωση δύο
κειμένων ενός Ρωμαίου, του ιστορικού Τάκιτου και ενός χριστιανού, του
Ιγνάτιου Αντιοχείας ενδεικτικά για τη ζωή των πρώτων χριστιανών. Κλείσαμε
με την ανάγνωση του ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη, Εν τω μηνί Αθήρ.
Όπως είπαμε πάρα πάνω οι βασιλικές ήταν ο κυρίαρχος τύπος
ναού αυτή την περίοδο και μάλιστα αποτέλεσαν τα νέα κέντρα των πόλεων. Ως
παράδειγμα αυτού του κτιριακού τύπου επιλέξαμε να επισκεφτούμε τη βασιλική
της Σάντα Μαρία ιν Κοσμεντίν του 6ου αι. μ. Χ. για δύο λόγους: 1.
Γιατί έχει αποκατασταθεί το κτίριο πολύ κοντά στην εικόνα της αρχικής του
μορφής και 2. Γιατί παρουσιάζει έντονο ελληνικό ενδιαφέρον.
Η μάλλον μικρή βασιλική βρίσκεται σε ένα χώρο πολύ γνωστό και
σημαντικό από την τοπογραφία της αρχαίας Ρώμης, το Φορουμ Μποάριουμ που ήταν
η παλαιότερη αγορά της πόλης κάτω από τον Παλατίνο λόφο και δίπλα στον
Τίβερη. Ο χώρος αυτός για δύο περίπου αιώνες (από το 553 που ο Ιουστινιανός
με τον Ναρσή κατέλαβε την πόλη μέχρι το 755 που ο πάπας Στέφανος Β΄ έγινε
ηγέτης κοσμικού κράτους με τη βοήθεια των Φράγκων ηγεμόνων) υπήρξε η περιοχή
της ελληνικής συνοικίας της Ρώμης, αφού πολύ κοντά στον Παλατίνο λόφο είχαν
εγκατασταθεί οι βυζαντινές αρχές. Σημαντικός ελληνικός πληθυσμός
στρατιωτικών, δημοσίων υπαλλήλων, εμπόρων και μοναχών προερχομένων από τις
ανατολικές κυρίως επαρχίες (λόγω αραβικών επιδρομών ) κατοικούσαν στην
περιοχή. Από το 607 μέχρι το 752 δεκατρείς Έλληνες ή Σύριοι έγιναν πάπες.
Κατά τη διάρκεια μάλιστα της Εικονομαχίας ενισχύθηκε ο ελληνικός πληθυσμός
με πολλούς εικονολάτρες που ήρθαν από το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας.
Η περιοχή πήρε το όνομά Κοσμεντίν από την αντίστοιχη της
Κωνσταντινούπολης (Κοσμήδιον). Έτσι λοιπόν η εκκλησία που ήταν το κέντρο της
ελληνικής συνοικίας ονομάστηκε Σαντα Μαρία ιν Κοσμεντίν ή Σαντα Μαρία ιν
σκουόλα γκρέκα. Τα ιστορικά στοιχεία και οι μνήμες έχουν καταγραφεί και στα
οδωνυμικά της περιοχής. Η ελληνόρρυθμη εκκλησία Σαντα Μαρία ιν Κοσμεντίν
χτίστηκε στη θέση παλαιότερου σταθμού διανομής τροφίμων της αρχαίας Ρώμης (annonae
statio) στα νότια του circus maximus. Είναι
μια τρίκλιτη βασιλική με εξωνάρθηκα (bocca della verita)
με χαρακτηριστικό ψηλό ρομανικό κωδωνοστάσιο (του 12ου αι. ). Στο λιτό
εσωτερικό του ναού υπάρχουν σημαντικά μαρμαροθετήματα του 12ου αι. (cosmati).
Κατά τους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες (πρώιμος
Μεσαίωνας 7ος – 10ος αι.) που ακολούθησαν επικράτησε η ανασφάλεια και ο
μαρασμός του εμπορίου. Η έκταση των πόλεων περιορίστηκε εντός στενότερου
τείχους, η δόμηση υπήρξε πυκνή με απουσία μνημειακών οικοδομημάτων,
εγκαταλείφθηκαν τα δίκτυα και οι συνθήκες υγιεινής ήταν πολύ κακές. Μετά
τον 10ο αι. ο μεσαιωνικός κόσμος μπήκε σε φάση ανάκαμψης (ώριμος Μεσαίωνας
10ος – 12ος αι. και ύστερος 13ος – 14ος αι.) με κυριότερο χαρακτηριστικό την
ανάπτυξη των πόλεων που θα οδηγήσει τελικά στην Αναγέννηση το 15ο αι.
Δείγμα της ανάκαμψης ήταν η ανέγερση μεγάλων καθεδρικών ναών στις πόλεις με
ενιαίο αρχιτεκτονικό στυλ σε όλη την Ευρώπη, το Ρομανικό ρυθμό (11ος – 12ος
αι.). Θα ακολουθήσει ο γοτθικός ρυθμός (13ος – 14ος ) και παράλληλα με τους
ναούς θα χτιστούν τα πρώτα δημόσια κοσμικά κτίρια, τα δημαρχεία των πολιτικά
αυτόνομων πόλεων. Ο ανοιχτός δημόσιος χώρος εντός των πόλεων στον οποίο
χτίζονταν οι ναοί ή τα δημαρχεία, δηλαδή η πλατεία (piazza)
γίνεται το νέο κέντρο της δημόσιας ζωής. Στα οδικά δίκτυα και τα τείχη δε
συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές (συνηθίζεται η 3μερής αμυντική οργάνωση του
χωρου: ακρόπολη, άνω πόλη, κάτω πόλη).
Ως παράδειγμα πόλης της μεσαιωνικής περιόδου είδαμε την
Ασίζη που βρίσκεται στην περιοχή της Ούμπρια στην κεντρική Ιταλία πολύ
κοντά στην Περούτζια , 20 μόλις χιλιόμετρα ανατολικά της. Έχει χτιστεί σε
πλαγιά των Απεννίνων σε υψόμετρο 400 – 500 μέτρων.
Παρουσιάζει τυπικά χαρακτηριστικά πόλης φυσικής, θεοκρατικής
ανάπτυξης και είναι ανεπτυγμένη αξονικά κατά μήκος του μεγάλου δρόμου, της
οδού των προσκυνητών, που τη διασχίζει από τη μια άκρη ως την άλλη. Η οδός
οδηγεί στο ναό του Αγίου Φραγκίσκου ο οποίος δεσπόζει στην πόλη και
υποτάσσεται σ΄ αυτόν ολόκληρος ο πολεοδομικός ιστός της. Το οδικό δίκτυο
είναι χαρακτηριστικό μεσαιωνικού οικισμού (στενοί και δαιδαλώδεις δρόμοι)
και η οχύρωση μη κανονικού σχήματος περιμέτρου που παρακολουθεί τη
διαμόρφωση του εδάφους. Στην κορυφή του οικισμού βρίσκεται η ακρόπολη (Rocca
maggiore).
Η πόλη γνώρισε τη μεγάλη ακμή της από τον 11ο μέχρι το
14ο αι.. Η Ασίζη έχει συνδέσει το όνομά της και την ιστορία της με τη
μεγάλη μορφή του Αγίου Φραγκίσκου. Ο Άγιος Φραγκίσκος που δίδαξε την
αγνότητα και την απόλυτη φτώχια υπήρξε μεγάλος αναμορφωτής του θρησκευτικού
και μοναστικού βίου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, ιδρυτής του τάγματος των
φραγκισκανών και εθνικός άγιος της Ιταλίας. Όμως ο Άγιος Φραγκίσκος υπήρξε
και πρωτοπόρος στη δημιουργία εθνικής λογοτεχνίας, πρωτότυπης μουσικής και
υποστήριξε την απλή και ρεαλιστική ζωγραφική. Με όλα αυτά οδήγησε την
Ιταλία από το Μεσαίωνα στην αυγή των Νέων χρόνων.
Προς τιμή του Αγίου Φραγκίσκου οικοδομήθηκε ο μεγάλος
ρομανογοτθικός ναός της πόλης όπου φιλοτεχνήθηκε ο μοναδικής σημασίας
ζωγραφικός κύκλος του Τζιόττο με θέμα τη ζωή του Αγίου.
Για να μπούμε στην πόλη, περάσαμε την πύλη του Αγίου
Φραγκίσκου και μέσα από το μεσαιωνικό οδικό δίκτυο φτάσαμε μπροστά στο
μοναστηριακό συγκρότημα, στη μεγάλη πιάτσα ινφεριόρε δηλαδή την κάτω πλατεία,
τη διαμορφωμένη με στοές κατά το 15ο αι. Ο ναός χτισμένος το 13ο αι. δεν
είναι μόνο ένα σπουδαίο δείγμα του ρομανικού ρυθμού με πρώιμα γοτθικά
στοιχεία, αλλά και ένας χώρος που συνοψίζει όλη την ιστορία της ζωγραφικής
του 13ου και κυρίως του 14ου αι, της εποχής που ονομάζουμε Πρωτοαναγέννηση (Τσιμαμπούε,
Τζιότο, Σιμόνε Μαρτίνι, Πιέτρο και Αμπρόζιο Λορεντζέτι).
Ο ναός είναι οργανωμένος σε δύο βασικά επίπεδα, τον κάτω και
τον άνω ναό και μόλις το 19ο αι. ανοίχτηκε ταφική κρύπτη στην οποία
τοποθετήθηκε το σκήνωμα του Αγίου.
Η επίσκεψή μας ξεκίνησε από τον κάτω ναό στον οποίο είδαμε
τοιχογραφίες του Τσιμαμπούε ( δασκάλου του Τζιότο), του Τζιότο, του Σιμόνε
Μαρτίνι και των Λορεντζέτι. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα στην εσωτερική
αυλή του μοναστηριού περάσαμε στο φωτεινό άνω ναό. Είναι ένας χώρος με
τεράστια σημασία για την ευρωπαϊκή τέχνη, αφού εδώ έχουμε την αυγή της
νεότερης ευρωπαϊκής ζωγραφικής, τη μεγάλη τομή, το πέρασμα από τη μανιέρα
γκρέκα, τη βυζαντινή μεσαιωνική τεχνοτροπία, στη μανιέρα λατίνα ,δηλαδή
ζωγραφική με μια έστω εμπειρική προοπτική, μορφές με όγκο, εξατομικευμένα
χαρακτηριστικά και ρεαλιστική και απλή απόδοση της φύσης και του κόσμου. Όλα
αυτά έγιναν στις 28 νωπογραφίες του μεγάλου Τζιότο ντι Μποντόνε στις οποίες
αφηγείται τη ζωή του Αγίου Φραγκίσκου. Το γαλάζιο φόντο, τα αρχιτεκτονήματα
που υπάρχουν στις συνθέσεις και η δραματική και καίρια αφήγηση οδηγούν σε
ένα πρωτόγνωρο ρεαλισμό που θα ανοίξει το δρόμο στην Αναγέννηση.
Βγαίνοντας από τον άνω ναό βρεθήκαμε στην πιάτσα σουπεριόρε,
δηλαδή την άνω πλατεία, και ακολουθήσαμε την οδό των προσκυνητών η οποία
διασχίζει κατά μήκος όλη την πόλη. Στα μισά περίπου της διαδρομής, στην
κεντρική πλατεία του οικισμού είδαμε το ρωμαϊκό ναό της Αθηνάς που
διατηρείται σε άριστη κατάσταση, αφού μετετράπη σε ναό της Παναγίας.
Φτάσαμε τελικά στο άλλο άκρο της πόλης που οριοθετείται από
το ναό της Σάντα Κιάρα, Αγίας Κλαίρης, οικοδόμημα ίδιου ρυθμού και ελάχιστα
νεότερο από το ναό του Αγίου Φραγκίσκου.
Τις αλλαγές στην πολεοδομία και την οργάνωση του αστικού
χώρου κατά την Αναγέννηση την παρακολουθήσαμε στη Ρώμη, στην οποία
αναπτύχθηκε ένα μεγάλο σχέδιο αστικής ανάπλασης με πρωτοβουλία των
παπών.
Το σημαντικότερο στοιχείο στο μετασχηματισμό της πόλης ήταν η
διάνοιξη νέων μεγάλων ευθύγραμμων οδικών αξόνων που θα ένωναν τα
σημαντικά κέντρα της πόλης ( πλατείες, μέγαρα) και τα μεγάλα προσκυνήματα.
Μία από τις πρώτες οδούς που διανοίχτηκαν ήταν η
Via Giulia από τον
πάπα Ιούλιο Β΄ και τον αρχιτέκτονα Ντ. Μπραμάντε η οποία ένωσε το Βατικανό
με την πόλη και τις δύο κυριότερες εμπορικής σημασίας πλατείες της
αναγεννησιακής Ρώμης, το Κάμπο ντεϊ Φιόρι και τη γειτονική Πιάτσα Ναβόνα.
Στο Κάμπο ντέι Φιόρι που διατηρεί ακόμα την εμπορική της λειτουργία στο
κέντρο της δεσπόζει το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο, στοχαστή και φιλόσοφου
που κάηκε στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης το 1600.
Στη βόρεια είσοδο της πόλης από την οβάλ πλατεία (Piazza
del Popolo) έγινε η πιο εντυπωσιακή επέμβαση στα τέλη του 16ου αι.
Τρεις μεγάλοι ευθύγραμμοι δρόμοι ξεκινούν ακτινωτά με κατεύθυνση προς
το νότιο τμήμα της πόλης. Η κεντρική οδός είναι η via
del Corso η οποία στις γωνίες της έχει
ως πύλη τις δίδυμες εκκλησίες , της Σάντα Μαρία ντεϊ Μιράκολι και της Σάντα
Μαρία ιν Μοντεσάντο, (των μέσων του 17ου αι.) και οδηγεί στο κέντρο της
πόλης, στην Piazza Venezia και το μνημείο του
Βιττόριο Εμμανουέλε. Τη via del Corso
πλαισιώνουν η via del Babuino
με κατεύθυνση ΝΑ και η via di Ripeta
προς τα ΝΔ. Σχεδιάστηκε έτσι η περίφημη τρίαινα η οποία εξελίχτηκε σε
βασικό πολεοδομικό μοντέλο.
Μία άλλη οδός η via Sisstina
από τον πάπα Σίξτο τον Ε΄ και τον Ντομένικο Φοντάνα στα τέλη του 16
ου αι. αποτέλεσε σχεδόν προέκταση του ανατολικού σκέλους της τρίαινας. Η
οδός μήκους 3χιλιομέτρων, ευθεία και κυματιστή διέσχιζε τους ανατολικούς
λόφους της πόλης.
Μία ακόμα οδός ανοίχτηκε στα μέσα του 16ου αι. (πάνω στο
ίχνος αρχαίου δρόμου) από τον πάπα Πίο τον Δ΄ είναι η
via Pia που ένωνε το
ανάκτορο στο Κυρινάλιο λόφο με την πόρτα Πία, σχεδιασμένη από το Μιχαήλ
Άγγελο, που οδηγούσε στη via Nomentana ανατολικά
εκτός πόλης.
Η κοσμική αρχιτεκτονική της
Αναγέννησης όπως την είδαμε εκπροσωπείται από τα παρακάτω παλλάτσα:
1. το Παλλάτσο Βενέτσια, στο κέντρο της Ρώμης στην ομώνυμη
πλατεία, πρώιμο δείγμα αναγεννησιακού μεγάρου στο 2ο μισό του 15ου αι. 2.
το παλλάτσο Καντσελλερία, στην περιοχή μεταξύ του Κάμπο ντέι Φιόρι
και της Πίατσα Ναβόνα ,είναι ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα αυτής της
περιόδου στα τέλη του 15ου και αρχές του 16ου αι. Ενσωματώνει στοιχεία της
ρωμαϊκής παράδοσης (εξωτερικά) αλλά και της τοσκανικής Αναγέννησης (εσωτερικά)
Το μέγαρο χρησιμοποιήθηκε ως διοικητικό κτίριο των παπών 3. το
παλλάτσο Φαρνέζε , κοντά στο Κάμπο ντέι Φιόρι, με το οποίο
ολοκληρώνεται η εξέλιξη των κοσμικών κτιρίων κατά τον 16 ο αι.. Κοινά
χαρακτηριστικά των κοσμικών μεγάρων της Αναγέννησης είναι η οργάνωσή τους σε
τρεις ορόφους με κυρίαρχο τον οριζόντιο άξονα.
Το αντιπροσωπευτικότερο ίσως αναγεννησιακό σύνολο στη Ρώμη
είναι το συγκρότημα της πλατείας του Καπιτωλίου σχεδιασμένο το
1560 από τον Μιχαήλ Άγγελο. Ξανασχεδιάζοντας τις προσόψεις του μεσαιωνικού
κεντρικού κτιρίου της Συγκλήτου και του παλλάτσο ντε Κονσερβατόρι του 15ου
αι. (Δημαρχείο της Ρώμης) και προσθέτοντας συμμετρικά το παλλάτσο νουόβο
δημιούργησε μια τραπεζοειδή πλατεία και ένα ισορροπημένο σύνολο όπως
απαιτούσε η εποχή. Στο κέντρο της πλατείας τοποθετήθηκε το έφιππο άγαλμα του
Μάρκου Αυρηλίου και μία μνημειακή πλατιά κλίμακα οδηγούσε από το ύψος του
δρόμου στο επίπεδο της πλατείας.
Η θρησκευτική αρχιτεκτονική
της Αναγέννησης εκφράζεται στη Ρώμη από τον Ντονάτο Μπραμάντε με δύο
εμβληματικά έργα: 1. Το τεμπιέτο δηλαδή ο ναός του
San Pietro in Montorio βρίσκεται στην περιοχή του
Τραστέβερρε στο λόφο Τζανίκολο, στη θέση που σταυρώθηκε σύμφωνα με την
παράδοση ο Άγιος. Χτισμένος το 1502 ενσωματώνει μορφολογικά στοιχεία από την
Αρχαιότητα σε σχήμα κυκλικό και στέγαση με ημισφαιρικό θόλο. 2. Ο
ναός του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό χτίστηκε από τις αρχές του 16 ου αι.
μέχρι περίπου τα μέσα του 17 ου αι. στη θέση της βασιλικής του Μ.
Κωνσταντίνου. Για να ολοκληρωθεί ο μεγαλύτερος ναός της χριστιανοσύνης
χρειάστηκε ένας και πλέον αιώνας και η συμβολή όλου του καλλιτεχνικού
δυναμικού της εποχής. Ο ναός ξεκίνησε σε σχέδια του Ντ. Μπραμάντε , για να
συνεχιστεί από τον Μιχαήλ Άγγελο (σχέδιο τρούλου) και να ολοκληρωθεί από τον
Κάρλο Μαντέρνο. Το συγκρότημα ολοκληρώθηκε στα μέσα του 17ου αι. με την
εντυπωσιακή μπαρόκ πλατεία του Τζιανλορέντζο Μπερνίνι. Στην ελλειπτικού
σχήματος πλατεία στήθηκε αιγυπτιακός οβελίσκος από τον παρακείμενο στην
αρχαιότητα ιππόδρομο του Νέρωνα. Στον αχανή εσωτερικό χώρο του ναού το
βλέμμα αιχμαλωτίζεται από το ύψους 30 μ. κιβώριο που βρίσκεται πάνω από τον
τάφο του Αγίου Πέτρου, έργο του Τζ. Μπερνίνι. Στον ίδιο καλλιτέχνη ανήκει η
εντυπωσιακή μπαρόκ σύνθεση της καθέδρας του Αγίου Πέτρου στην κόγχη του
ιερού.
Δεξιά της εισόδου του ναού σε παρεκκλήσιο βρίσκεται η Πιετά,
δηλαδή η σύνθεση της Παναγίας με το νεκρό Χριστό, έργο του Μιχαήλ Άγγελου
που το δημιούργησε σε νεαρή ηλικία. Αντιπροσωπευτικό έργο αναγεννησιακής
γλυπτικής ισορροπημένης σύνθεσης σε σχήμα πυραμίδας.
Η επίσκεψή μας στα μουσεία και τα διαμερίσματα του Βατικανό,
έργο του Ντ. Μπραμάντε και άλλων αρχιτεκτόνων, μας επέτρεψε να δούμε τις πιο
αντιπροσωπευτικές συνθέσεις ζωγραφικής της Ώριμης Αναγέννησης.Περνώντας
μέσα από την Γκαλλέρια των χαρτών, δηλαδή τη στοά με τις τοιχογραφίες
περιοχών και πόλεων της Ιταλίας, φτάσαμε στις 4 αίθουσες με τις τοιχογραφίες
του Ραφαήλ Σάντι. Από τις 16 συνολικά συνθέσεις (4 σε κάθε αίθουσα) που
ζωγράφισε ο Ραφαήλ και οι μαθητές του σταθήκαμε περισσότερο στη Σχολή των
Αθηνών η οποία συνοψίζει την προσφορά του αρχαίου ελληνικού πνεύματος
στην Αναγέννηση και αποτελεί ένα φόρο τιμής σε αυτό. Η προσφορά της
ελληνικής επιστήμης συμπληρώνεται με την προσφορά της τέχνης στη σύνθεση που
ονομάζεται Παρνασσός. Μία ακόμα τοιχογραφία με αναφορές στην
Αρχαιότητα είναι η πυρκαγιά στο Μπόργκο που σε πρώτο επίπεδο
κυριαρχεί το μοτίβο του νέου που μεταφέρει στις πλάτες τους το γέροντα
πατέρα του, μακρινή αναφορά στο γενάρχη των Ρωμαίων Αινεία.
Στην Καπέλλα Σιξτίνα , το ταφικό παρεκκλήσιο για τον
πάπα Σίξτο Δ΄ , έχει αναπτυχθεί στην οροφή του κτιρίου η τεράστια σύνθεση
του Μιχαήλ Άγγελου που περιλαμβάνει τις σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη
πλαισιωμένες με μορφές από την ελληνική Αρχαιότητα. Ο τοίχος της στενής
πλευράς του ιερού καλύπτεται από τη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας. Το έργο
είναι καταληκτικό όλης της εξέλιξης της ζωγραφικής κατά την Αναγέννηση
ανοίγοντας μία νέα εποχή και συνοψίζει τα χαρακτηριστικά της τέχνης του Μ.
Άγγελου (γλυπτικές αξίες).
Στα τέλη του 16ου αι. (και για όλο το 17 ο αι. )
το μπαρόκ, ένα νέο αντικλασικό καλλιτεχνικό ρεύμα με βασικά
γνωρίσματα την υπερβολή (σε όγκο, σε διακόσμηση, σε έκφραση πάθους) και τη
θεατρική διάθεση (με έμφαση στη σκηνοθεσία, την επιφάνεια και τον
εντυπωσιασμό) διαμορφωμένο ιδεολογικά και αισθητικά από την Αντιμεταρρύθμιση
και την Απολυταρχία θα μεταμορφώσει με την σκηνοθεσία του την πόλη. Μεγάλος
σκηνοθέτης της αυτής μεταμόρφωσης της Ρώμης ο Τζιανλορέντζο Μπερνίνι.
Παράλληλα με αυτόν μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα περίπτωση ο Φραντσέσκο
Μπορομίνι.
Από την αρχιτεκτονική του μπαρόκ στη Ρώμη επιλέξαμε
τρία αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: 1. Ο ναός με τον οποίο ξεκινάει
το μπαρόκ είναι ο ναός του Ιησού, το1575, στο κέντρο της Ρώμης ( Β.
του Καπιτωλίου) με προορισμό να στεγάσει το πρώτο τάγμα των Ιησουιτών του
Ιγνάτιου Λογιόλα. Είναι έργο των Βινιόλα και Ντελαπόρτα με βασική
καινοτομία την οργάνωση της πρόσοψης σε επάλληλους ορόφους που
ενοποιούνται με τους τεράστιους έλικες και με τονισμένο τον κατακόρυφο άξονα.
Το κτίριο θα αποτελέσει αρχέτυπο του μπαρόκ σε όλο τον κόσμο (του
καθολικισμού). 2. Στον Φραντσέσκο Μπορομίνι ανήκουν τα δύο επόμενα
μνημεία του μπαρόκ: ο ναός της Σάντα Αννιέζε στην πιάτσα Ναβόνα στα
μέσα του 17 ου αι. Ο ναός κατασκευάστηκε στο πλαίσιο μιας
γενικότερης αναμόρφωσης της πλατείας (από τον πάπα Ιννοκέντιο τον Ι΄ Παμφίλι
1644 -55) και παρουσιάζει πιο ώριμα τα χαρακτηριστικά του μπαρόκ. Κοίλες και
κυρτές επιφάνειες στην πρόσοψη που πλαισιώνεται από δύο κωδωνοστάσια. Το
θεωρούμενο όμως κορυφαίο έργο του Μπορομίνι είναι ο ναός του Σαν Κάρλο
αλλε κουάτρο φοντάνε (1637 -1665) που βρίσκεται στον Κυρινάλιο λόφο στη
διασταύρωση της via Sisstina με τη via
Pia. Το εξαιρετικό στοιχείο του μικρού αυτού ναού είναι η έντονα
κυματιστή κοιλόκυρτη πρόσοψή του και η οβάλ κάτοψή του (χαρακτηριστικά του
ώριμου μπαρόκ και της τέχνης του Μπορομίνι.)
Από τη γλυπτική του μπαρόκ επιλέξαμε να δούμε το πιο
σημαντικό έργο του ρεύματος. Στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντελλα Βιττόρια,
που βρίσκεται στη via Pia, στο παρεκκλήσιο των
Κορνάρων ο Τζιανκάρλο Μπερνίνι έχει δημιουργήσει το Όραμα της Αγίας
Θηρεσίας ( μέσα 17 ου αι.) . Η σύνθεση είναι οργανωμένη με χιαστί
άξονες, με χαρακτηριστικές κυματιστές, ταραγμένες επιφάνειες και έντονη
έκφραση πάθους. Ο φωτισμός χρησιμοποιείται σε όλες του τις μορφές, φανερός,
κρυφός και ψεύτικος. Η έντονη θεατρικότητα της σκηνής ενισχύεται από ένα
θεατρικού τύπου θεωρείο με την οικογένεια των Κορνάρων.
Η ζωγραφική του μπαρόκ εκπροσωπείται με τον καλύτερο
τρόπο στη Ρώμη από τον Μικελάντζελο Καραβάτζιο. Στην εκκλησία της Σάντα
Μαρία ντελ Πόπολο είδαμε δύο συγκλονιστικούς πίνακες του ζωγράφου που άλλαξε
την πορεία της ζωγραφικής με την εισαγωγή της έντονης φωτοσκίασης (κιαροσκούρο)
που δημιουργεί δραματικότητα και το ρεαλισμό στην απόδοση των προσώπων (στα
τέλη του 16ου και αρχές 17ου αι.) Οι δύο κορυφαίοι απόστολοι και άγιοι της
Ρώμης σε δύο μνημειακού μεγέθους πίνακες (1601) αντικριστά μέσα σε ένα
παρεκκλήσιο παρουσιάζονται στη σημαντικότερη στιγμή της ζωής τους κατά τον
καλλιτέχνη. Για τον απόστολο Πέτρο η στιγμή της σταύρωσής του που
αποδίδεται με δραματικό ρεαλισμό, με βιαιότητα χωρίς διάθεση εξιδανίκευσης
και εξαιρετική αφηγηματική ικανότητα που εστιάζει στο σημαντικό. Ευδιάκριτοι
και εδώ οι χιαστί άξονες που συνηθίζονται στο μπαρόκ. Ο απόστολος Παύλος
παρουσιάζεται τη στιγμή της μεταστροφής του στο δρόμο προς τη Δαμασκό.
Είναι η στιγμή που ακούγεται η φωνή του Κυρίου «Σαούλ, Σαούλ , τι με διώκεις:»
και εδώ οι χιαστί άξονες και η έκκεντρη παρουσίαση του θέματος κάνουν τη
σύνθεση δυναμική. Ο φωτισμός και πάλι μας βοηθά να εστιάσουμε στο σημαντικό.
Το πεδίο όμως στο οποίο το μπαρόκ ανέπτυξε τη σκηνογραφική
και θεατρική του διάθεση ήταν οι πιάτσες της Ρώμης οι οποίες ως
γνωστόν αποτελούν μοναδικά σύνολα της εποχής. Στην αναμόρφωσή τους συνέβαλαν
τα νέα κτίρια ή οι νέες προσόψεις (στα μέτωπα των πλατειών), οι οβελίσκοι
που ξαναστήθηκαν στα κέντρα των πλατειών και οι περίφημες φοντάνες με τα
γλυπτά τους.
Στην Πιάτσα Ναβόνα, την
ωραιότερη ίσως πλατεία της Ρώμης, κατασκευάστηκαν τρεις φοντάνες , η
λεγόμενη του Μόρο (μαύρου) στη νότια άκρη της πλατείας, στο κέντρο η
περίφημη φοντάνα των τεσσάρων ποταμών, μια προσωποποίηση των μεγάλων ποταμών
της γης, , Δούναβη, Γάγγη, Νείλου και Ρίο ντελα Πλάτα ( 1648-51), έργα του
Μπερνίνι και στη βόρεια άκρη η φοντάνα του Ποσειδώνα, έργο του Ντελα Πόρτα.
Έργο της τελευταίας φάσης του μπαρόκ (αρχές 18 ου αι.), η
πασίγνωστη φοντάνα ντι Τρέβι του Νικόλα Σάλβι σε μικρή
πλατεία που καταλήγει ένα τρίστρατο και το παλιό υδραγωγείο της άκουα βίργκο.
Το Θέμα της είναι συνηθισμένο για ανάλογες κατασκευές, το άρμα του Ποσειδώνα
που σέρνουν άλογα, τρίτωνες και πλαισιώνεται από θαλάσσια πλάσματα και
θεότητες.
Στην πιάτσα ντι Σπάνια κυρίαρχο στοιχείο στη
σκηνογραφία της είναι η μεγάλη σκαλινάτα που οδηγεί στην εκκλησία της
Τρινιτά ντέι Μόντι αλλά και η φοντάνα με τη μισοβυθισμένη μπαρκάτσα του
Πιέτρο Μπερνίνι.
Πολύ κοντά στην παραπάνω πλατεία λίγα μέτρα βορειότερα στη
βία ντελ Μπαμπουίνο ήταν η συνοικία των Ελλήνων της Ρώμης κατά την
Αναγέννηση (16 ο -17 ο αι.) με κέντρο της την ελληνορθόδοξη εκκλησία του
Αγίου Αθανασίου και το ελληνικό γυμνάσιο, όπως διασώζει και η ονομασία μιας
μικρής κάθετης οδού.
Στην κατανόηση μιας πόλης συμβάλλει σημαντικά η παρατήρησή
της από ψηλά με την οποία αποκτούμε τη συνολική της εικόνα και διακρίνουμε
τα τοπόσημά της. Τη δυνατότητα αυτή στη Ρώμη τη δίνει ο λόφος Τζιανίκολο
στην κορυφή του οποίου δεσπόζει ο έφιππος ανδριάντας του μεγάλου επαναστάτη
και δημιουργού της ιταλικής ενοποίησης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και σε
μικρή απόσταση βρίσκεται το μνημείο των πεσόντων για τη Ρώμη στους αγώνες
για την ιταλική ενοποίηση. Η επίσκεψή μας στη Ρώμη συνέπεσε με την επέτειο
των 150 χρόνων από την ενοποίηση της Ιταλίας (1861), γεγονός που ήταν
αισθητό σε κάθε σημείο της πόλης.
Η επιστροφή μας έγινε από το λιμάνι της Αγκώνας.
Η ολοκλήρωση του προγράμματος «Από τον Ιππόδαμο στον
Μπραμάντε» μας έδωσε τη δυνατότητα όχι μόνο να γνωρίσουμε μεγάλα έργα τέχνης
και να επισκεφτούμε πόλεις πολύ σημαντικές, αλλά κυρίως να μάθουμε πώς να
βλέπουμε και πώς να «διαβάζουμε» μία πόλη, πώς να κινούμαστε μέσα σε αυτήν
αντιλαμβανόμενοι τη μεγάλη αξία του ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ στον οποίο εγγράφεται η
ΙΣΤΟΡΙΑ.
|